ἀναπεταρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπεταρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναπεταρίζω Δ.Κρήτ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Χίος κ. ἀ.-Λεξ. Κομ.Δεὲκ Λάουνδ.Περίδ.Βλαστ.ἀναπιταρίζου Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Αἶν.) ἀναπουταρίζου Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀνεπεταρίζω Θήρ. Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. πεταρίζω. Ἡ λ. καὶ μεσν. ὡς μαρτυρεῖ ἡ μετοχ. ἀναπεταρισμένος. Πβ. Διγεν ᾿Ακρίτ. στ. 731 (ἔκδ. SLambros) «κατόπι της καὶ ὁ ἀτὸς ἀναπεταρισμένος».
Σημασιολογία
1) ᾿Ανοιγωκλείων τὰς πτέρυγας προσπαθῶ νὰ πετάξω, πτερυγίζω Κρήτ Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Χίος κ. ἀ.-Λεξ. Κομ. Δεέκ Λάουνδ.Περίδ.Βλαστ.: ᾿Αναπεταρίζει τὸ πουλλὶ Κρήτ. ǁ ᾎσμ. Μιˬὰ πέρδικα ἀναπετᾷ καὶ ἀναπεταρίζει Μάν. Συνών. ἀναπετῶ 2, πεταρίζω, πουλλοφτερῶ, φτερουγίζω . 2) Συσπῶμαι νευρικῶς, ἅλλομαι, ἐπὶ ὀφθαλμοῦ Θήρ. Κρήτ. : Ἀνεπεταρίζει τὸ μάτι μου Θήρ. Κρήτ. Συνών. ἀναπετάρω, ἀναπετῶ 6, παίζω. 3) ’Εκτείνω μετ᾽ ἐντάσεως τὰ μέλη τοῦ σώματος ἕνεκα νοσηρᾶς καταστάσεως ἢ ἀτονίας Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Αἶν.) Συνών. ἀνακλαδίζομαι (ἰδ.*ἀνακλαδίζω ΙΙ), ἀνακλαρίζομαι, ἀνακλονίζομαι, (ἰδ. *ἀνακλονίζω 1), ἀποκορδώνω, ξεροτανυˬέμαι, τανυˬέμαι (ἰδ. τανυˬῶ), τεντώνομαι (ἰδ. τεντώνω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA