βράζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βράζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βράζω κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) βράζου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Τσακων. βράζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) Κάρπ. Σύμ. Χίος βράτζω Ἀπουλ. (Καστριν. Μαρτ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) ἐβράζω Ἀπουλ. Ρόδ. ἐβράζ-ζω Καλαβρ. (Κοντοφ.) ἐβράτζω Ἀπουλ. βαάζου Σαμοθρ. βράσσω Ἰκαρ. Κίμωλ. Σέριφ. Χίος βράσσου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κύμ.) βράν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. βράζω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. βράσσω. Ὁ μεταπλασμὸς διὰ τὸν ἀόρ. ἔβρασα ὁμοιοκατάληκτον πρὸς τὸν ἀόρ. τῶν ρ. εἰς -ζω.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ἀναδεύομαι ἀναταράσσομαι κοιν. : Βράζει ἡ θάλασσα. ᾎσμ. 'Σ τσοὶ δεκαφτὰ τοῦ Σεπτεbριˬοῦ, ἕνα Σαββάτο βράδυ, ἔκαμ’ ἀφέντης τὸ σεισμὸ κ᾿ ἡ γῆς κιˬ ὁ κόσμος βράζει (ἀφέντης=Θεὸς) Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Ἰδ. Θησαυρ. ἐν λ. «θάλασσαν ἀγρίαν καὶ βρασσομένην τῷ κλύδωνι». 2) Σκιρτῶ, πάλλω Κύπρ. Πόντ. (Κερασ.) Φρ. Ἐκεῖνο τὸ παιδὶν βράζ’ ἀπεσ’ 'ς σὴν καρδία μ’ (τὸ ἐπιθυμῶ πολὺ) Κερασ. Βράζει ἡ καρκιˬά μ’ (τὸ ἐπιθυμῶ πολὺ) Κερασ. Βράζει ἡ καρκιˬά μου γιὰ λόου της (τὴν ἀγαπῶ) Κύπρ. 3) Εὑρίσκομαι ἐν ἀφθονίᾳ, βρίθω α) Ἐπὶ πράγματος γενικῶς σύνηθ. καὶ Πόντ. : Ὁ κόσμος βράζει 'ς τὴν πλατεῖα–'ς τὸ δρόμο. Οἱ ἄνθρωποι – οἱ μυῖγες - οἱ ψεῖρες - τὰ σκουλήκιˬα – τὰ φροῦτα - τὰ ψάριˬα βράζουν σύνηθ. β) Ἐπὶ τοῦ περιέχοντος σύνηθ. Πόντ. (Τραπ. κ. ἀ.) : Ἡ κουζίνα βράζει ἀπὸ τοὶς μυῖγες. Τὸ κεφάλι του βράζει ἀπὸ τοὶς ψεῖρες -ἀπὸ τὴν ψεῖρα. Τὰ μῆλα βράζουνε ἀ’ τὰ σκουλήκια σύνηθ. Βράζ’ ἀσ᾿ τὰ φτεῖρας Τραπ. ‖ Φρ. Βράζ᾽ ἡ πούγγα του (εἶναι πλῆρες τὸ βαλάντιόν του) Σύμ. Καὶ μετβ. : Τὸ τυρὶ βράζει σκουλήκιˬα. Ὁ δεῖνα βράζει ψεῖρες πολλαχ. 4) Εὑρίσκομαι ἐν ἀκμῇ (Ἡμερολ. Μεγάλ. Ἑλλάδ. 1923 σ. 119) : Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἔβραζε τὸ λαθρεμπόριο ἀπὸ καράβια. 5) Κοχλάζω ἐκ θερμότητος, ζέω κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καστριν. Μαρτ.) Καλαβρ. (Κοντοφ. Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν. κ. ἀ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Κερασ. Κοτύωρ. Σταυρ. Τραπ Χαλδ. κ. ἀ.) Τσακων. : Τὸ γάλα -τὸ νερὸ-τὸ φαεῖ βράζει ᾿ς τὴ φωτιά. Τὰ κουκιˬὰ - τὰ ὄσπρια - τὰ χόρτα βράζουν Ἡ κατσαρόλα - τὸ καζάνι - τὸ τσουκάλι βράζει κοιν. || Φρ. Βράζει τὸ αἷμά του (εἶναι πλήρης σφρίγους). Εἶμαι σὰ βρασμένος (αἰσθάνομαι τοῦ σώματος καχεξίαν). Βράζει ὁ πόνος μέσα μου (θλίβομαι ἐνδομύχως). Βράζω μέσα μου ἢ ἀπομέσα μου (ἀγανακτῶ ἐνδομύχως) κοιν. Σ’ ἕνα καζάνι βράζουμε (ὑπὸ τῶν αὐτῶν δεινῶν κατατρυχόμεθα) σύνηθ. Βράζει μὲ τὸ ζουμί του (κατέχεται ὑπὸ στενοχωρίας μὴ ἐξωτερικευομένης) σύνηθ. Βράζει μὲ τὴ λίγδα του (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. Δὲ βράζει μὲ τὸ ζουμί του (δὲν μένει ἥσυχος, ζητεῖ ἀνώτερα τῶν δυνάμεών του) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἄσι μι νὰ βράζου μὶ τοὺν ἀχνό μ᾿ (μὴ ἐπεμβαίνῃς εἰς τὰ συναισθηματικά μου ζητήματα) Εὔβ. (Στρόπον.) Βράζει ἡ ὥρα (προχωρεῖ) Κυπρ. Παίζουνε χαρτιˬὰ ποῦ βράζει (χαρτοπαικτοῦν μὲ ζέσιν) Κρήτ. Βράζ’ ἀποπέσ’ ἡ καρδία μ᾽ (=αἰσθάνομαι στενοχωρίαν) Κερασ. Βράζ’ ἡ καρδία μ᾽ (ἀγανακτῶ) Τραπ. Βράζ’ ἡ πίστι μ᾽ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ. || Παροιμ. Βράζει τὸ καζάνι, τί θὰ βγῇ δὲν ξέρουμε (ἐπὶ τεκταινομένων, τῶν ὁποίων ἡ ἔκβασις εἶναι ἄδηλος) σύνηθ. Ὅσο βράζει, λᾴδι βγάζει (ἐπὶ συνομιλίας, ἡ ὁποία ἐπεκτείνεται) Κωνπλ. Καὶ μετβ. ὑποβάλλω τι εἰς βρασμὸν κοιν. καὶ Πόντ. : Βράζω τὸ γάλα-τὸ κρέας -τὸ νερὸ-τὸν καφὲ-τὸ ρύζι-τὸ φαεῖ κττ. Τί βράζεις ’ς τὸ τσουκάλι - ’ς τὸ καζάνι; κττ. κοιν. ‖ Φρ. Βράζου ρακὶ -τσίπ’ρο (κάμνω ἀπόσταξιν) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Νὰ σὲ βράσω ! (φρ. ο ἀποδοκιμαστική, περιφρονητικὴ καὶ θωπευτικὴ) κοιν. Νὰ βράσω τὰ λεφτά σου (ἀδιαφορῶ διὰ τὰ χρήματά σου) σύνηθ. Ἄς τὰ βράσῃ νὰ πιῇ τὸ ζουμί τους (ἐπὶ πραγμάτων κρινομένων ἀναξίων λόγου) πολλαχ. Τοὺ βράζ’ αὐτὸς οὑ ψάλτ’ς (ψάλλει ἀργὰ) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Δὲν ξέρω τί βράζει ’ς τὴν καρδιˬά του (τί μηχανεύεται) Ἤπ. Τοῦ τά 'βρασε (τὸν ὑπερέβαλε) Σῦρ. Τὸν ἔβρασε σήμερα (ἐνν. τὸν ὕπνον, δηλ. ἐκοιμήθη πολὺ) Πελοπν. (Κορινθ.) Συνών. ἀναβράζω Α 1, ἀναχοχλακίζω, β) Ψήνομαι κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ): Ἔβρασε τὸ κρέας - τὸ φαεῖ κττ.Ἔβρασαν τὰ χόρτα – τὰ μακαρόνιˬα κττ. 6) Ὑφίσταμαι χυμικὴν ζύμωσιν κοιν. καὶ Τσακων. : Ὁ μοῦστος - τὸ κρασὶ βράζει Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Ἰδ. Ἀλέξανδρ. Ἀφροδ. 282 «οἶνος βράζων». 7) Εἶμαι πολὺ θερμὸς ἢ θερμαίνομαι πολὺ πολλαχ : Βράζει ὁ ἥλιˬος -ἡ ἄμμος-ὁ τόπος κττ. Βράζει τὸ σπίτι ἀπὸ τὴ ζέστη πολλαχ. Ἔκατσιν ᾿ς τοὺν νήλιˬουν νὰ βράσῃ Λυκ. (Λιβύσσ.) || Γνωμ. Ὁ πελὸς μήτε ριᾷ μήτε βράζει (ὁ τρελλὸς οὔτε τὸ ψῦχος αἰσθάνεται οὔτε τὴν ζέστην) αὐτόθ. ‖ Παροιμ. Οὑ ἄρκους ἔφαν κ’ ἔβρασι κιˬ οὑ φτουχὸς ἔφαν κ’ ἐρρίασιν (ὅτι ὁ πτωχὸς τρεφόμενος μὲ δάνεια μελαγχολεῖ περισσότερον ἢ εὐχαριστεῖται αὐτόθ. ‖ ᾎσμ. Ὁ ἥλιος ἐβασίλεψε κ’ ἡ γῆς ἀκόμη βράζει κ’ ἐμένα ἡ-- ἔρμη μου καρδιˬὰ κλαίει κιˬ ἀναστενάζει Κρήτ. Καὶ μετβ. θερμαίνω Κάσ. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Ρόδ : Βράζω τὰ χέριˬα μου Κάσ. || Φρ. Ἡ ὄρνιχα βράζει τα (ἐπῳάζει τὰ ἀβγά της) Κύπρ. || ᾌσμ. Ὅσους σκεπάζει ὁ οὐρανὸς κιˬ ὅσους –ι- βράζ’ ὁ ἥλιˬος Κύπρ. Ἄντρα πεθυμᾷ ἡ καρδιˬά μου | τώρᾳ ’ς τὰ γεράματά μου, τρυφερὸ παλληκαράκι | νὰ μὲ βράζῃ 'ς τὸ γιˬατάκι Κάσ. 8) Πυρακτῶ τι διὰ πολλῆς θερμότητος. ἐπὶ μετάλλου πολλαχ : Βράζω τὸ σίδερο. Καὶ ἀμτβ. πυρακτοῦμαι πολλαχ. : Παροιμ. Σὰ βράζῃ τὸ σίδερο, τὸ βαράει ὁ Γύφτος (διὰ νὰ ἐπιτύχῃ τι πρέπει νὰ γίνῃ ἐπικαίρως). 9) Συγκολλῶμαι διὰ πολλῆς θερμάνσεως, διὰ πυρακτώσεως ἀγν. τόπ. : Τὸ σίδερο βράζει εὔκολα. Βρασμένο μαdέμι (τὸ συγκεκολλημένον, ὄχι ἀκέραιον, ὄχι ἀτόφιο). 10) Ρέγχω κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) : Βράζει τὸ στῆθος μου κοιν. Βράζει τὸ πέττο του Κεφαλλ. Βράζ’ ἀποπέσ’ ἡ καρδία μ᾽ (ἀναδίδει τὸ στῆθος μου ρόγχον) Χαλδ. 11) Ἐκβράζω, ἐπὶ ναυαγίου Πόντ. (Κερασ.) : Ἡ θάλασσα ἔβρασεν ἀτον. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Ἀνθολ. Παλατ 6,222 «μυριόπουν σκολόπενδραν ὑπ᾽ Ὠρίωνι κυκηθεὶς | πόντος Ἰαπύγων ἔβρασ’ ἐπὶ σκοπέλους». Καὶ ἀμτβ. ναυαγῶ, καταποντίζομαι Πόντ. (Κερασ.) : Τὸ καράβιν ἔβρασεν. 12) Μετοχ. βρασμένος, ὁ πάσχων ἐκ νόσου καλουμένης βράσι, ἐκδηλουμένης διὰ διογκώσεως τῆς κοιλίας καὶ δυσπνοίας, ἐπὶ ζῴων Κεφαλλ. Β) Μεταφ. 1) Ἀγανακτῶ, ὀργίζομαι σύνηθ. : Ἐκεῖνος μιλοῦσε κ’ ἐγὼ ἔβραζα σύνηθ.‖ Παροιμ. Φίλος τὸ φίλο ἔκραζε | κιˬ ὁ νοικοκύρις ἔβραζε (ἐπὶ ἀδιακρίτου προσκεκλημένου, ὅστις φέρει καὶ τὸν φίλον του) πολλαχ. Συνών. ἀναβράζω Β 1. Μετοχ. βρασμένος, ἐξωργισμένος πολαχ. : Εἶναι βρασμένος ποῦ δὲ λέγεται. 2) Ἐχθρεύομαι Μακεδ. : Πῶς σὶ βράζου !

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/