ἀναπετάρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπετάρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναπετάρισμα τό, Δ.Κρήτ.-Λεξ Βλαστ. ἀνεπετάρισμα Δ.Κρήτ. ἀναπιτάρισμα Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναπεταρίζω.
Σημασιολογία
1) Προσπάθεια πρὸς πτῆσιν, πτερύγισμα Κρήτ.-Λεξ.Βλαστ.: Ξάνοιξέ ’να ἀναπετάρισμα τό κάνει! Κρήτ. Συνών. φτερούγιˬασμα, φτερούγισμα, φτερουγητό. 2) Ἡ μετ’ ἐντάσεως ἔκτασις τῶν μελῶν τοῦ σώματος Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνακλαδητό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA