ἄριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄριστος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄριστος.

Σημασιολογία

1) Καλὸς εἰς ὑπέρτατον βαθμὸν λόγ. σύνηθ.: Ἄριστος ἄνθρωπος-μαθητὴς-φίλος κττ. 2) Οὐσ., ὁ ἀστὴρ ἕσπερος (ὡς λαμπρότατος πάντων τῶν ἀστέρων) Σῦρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/