ἀριστοῦχος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀριστοῦχος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀριστοῦχος ὁ, λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἄριστα καὶ τοῦ ρ. ἔχω.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων βαθμὸν ἄριστα (ἰδ. λ.) : Ὁ δεῖνα εἶναι ἀριστοῦχος τῆς φιλολογίας-τῆς ἰατρικῆς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA