ἀρίτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρίτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀρίτης ὁ, Ζάκ. ἀρίτης-παρίτης Χίος ἀρίτ’ς-παρίτ’ς Σάμ. ἀρίτης-σπορίτης Κεφαλλ. ἀρίτης- σπουρίτης Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

Ἡ ἀγνώστου σημ. λέξις εὐχρηστεῖ 1) ᾿Εν παιδιᾷ Σάμ. καὶ Χίου ἡ ὁποία παίζεται ἐν Σάμ. ὡς ἐξῆς: Εἶς τῶν παικτῶν φέρων τὸ ὄνομα ἀρίτης-παρίτης στέκει ἀπέναντι τῶν εἰς ἀρκετὴν ἀπόστασιν κατὰ σειρὰν ἱσταμένων παικτῶν φερόντων ὀνόματα διαφόρων δένδρων, οἷον ἐλαίας, κυπαρίσσου, συκῆς κττ., καὶ φωνάζει: ποῦ κάθισ’ οὑ ἀρίτ’ς-παρίτ᾿ς; καὶ ἀποκρίνεται ὁ ἴδιος: κάθισ’ ἀπ’κάτ’ ᾿ς τ᾿ν ἰλα͜ιά, κάθισ’ ἀπ᾿κάτ᾿ ’ς τ’ν ἀμυγδαλεˬὰ κτλ. ᾽Εὰν ὁ φέρων τὸ ὄνομα τῆς ἐλαίας ἢ τῆς ἀμυγδαλέας ἢ ἄλλου δένδρου προφθάσῃ ν᾿ ἀποκριθῇ λέγων: δὲν κάθισ’ ἀπ’κάτ’ ’ς τ’ν ἰλα͜ιὰ ἢ ᾿ς τ᾿ν ἀμυγδαλεˬά, κάθισ’ ἀπ᾿κάτ’ ᾿ς τὴν καρ’δεˬὰ κτλ., ἀπαλλάσσεται τῆς τιμωρίας, ἄλλως μελανώνεται ἐπὶ τοῦ μετώπου. Καθόλου δὲ ὁ ἀκούσας τὸ ὄνομά του καὶ μὴ προσέξας ἢ μὴ προφθάσας νὰ ἀπαντήσῃ ὡς ἀνωτέρω μελανώνεται. 2) ᾿Εν τροπικαῖς φρ. ἐπὶ πραγμάτων παραλόγων ἐν γένει Κεφαλλ.: Ὅσο κιˬ ἂν σοῦ λένε, ἐσὺ ἀρίτης-σπουρίτης (ἐπὶ ἀνοήτου ἐπιμονῆς). Θὰ παίξουμε τὸν ἀρίτη-σπουρίτη, ὄταν ἄλλα σοῦ λέω κιˬ ἄλλα κάνῃς (ἐπὶ διαγωγῆς ἀναρμόστου). ᾿Επῆρε τὸ δρόμο καὶ πάει ἀρίτη-σπουρίτη (ἐπὶ πορείας πλάνητος). 3) ᾿Εν ἐξορκισμῷ κατὰ τῶν σπουργιτῶν διὰ νὰ μὴ πηγαίνουν εἰς τοὺς σιτοφόρους ἀγροὺς Ζάκ: ᾿Αποδένω τὸν σπουργίτη, τὸν ἀρίτη, τὸν κοκκινοποδαρίτη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/