ἀχάρτωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχάρτωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχάρτωτος ἐπίθ. Κύπρ Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χαρτωτός<χαρτώνω.
Σημασιολογία
1) ᾿Αμνήστευτος, ἄγαμος Κύπρ.: Ἡ κῳπελλούδα ἔμεινεν ἀχάρτωτη || ᾎσμ. Ἄλλον ᾿ποὺ σέναν δὲν παίρνω, ἀχάρτωτη μεινίσκω. 2) Ὁ μὴ καλυφθεὶς μὲ χάρτην, ἐπὶ τοίχων δωματίων Πόντ. (Σάντ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA