ἀνάπιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάπιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνάπιˬαστος ἐπίθ. Ἤπ.-Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀναπιˬαστὸς<ἀναπιˬάνω. Περὶ τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερητικὴν διὰ τὴν προπαροξυτονίαν ἰδ. ἀ- στερητ 2 α.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἀναζυμωθεὶς Ἤπ.-Λεξ. Δημητρ. : Προζύμι ἀνάπιˬαστο Ἤπ. 2) Ὁ μὴ ὀνειδιζόμενος ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ὀνειδισθῇ ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/