ἀναπικροῦμαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναπικροῦμαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναπικροῦμαι Καππ. (Σίλατ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. *πικροῦμαι<πικραίνομαι, δι᾿ ὃ ἰδ. πικραίνω.

Σημασιολογία

᾿Οδύρομαι, ὀλοφύρομαι: ᾊσμ. Ἔχω καὶ μιˬὰ ξανθ’ ἀδελφή, κλαίει κιˬ ἀναπικροῦται. Τὶ κλαὶς τὶ κλαὶς, ἔ ἀδελφὴ μ’, καὶ τὶ ἀναπικροῦσαι;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/