ἀναπίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναπίνω Κεφαλλ. Πελοπν. (Γέρμ. Λακων. Μάν.)-Λεξ. Βλαστ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀναπίνω.
Σημασιολογία
1) ᾿Απορροφῶ Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων.)-Λεξ. Βλαστ.: Τὸ σφουgάρι ἀναπίνει τὸ νερὸ Κεφαλλ. Τὸ χαρτὶ ἀνάπιˬε (ἐνν. τὸ νερὸ) Λακων 2) ’Αναδίδω ὑγρασίαν Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων.) Ὁ τοῖχος ἀναπίνει Λακων. Ὁ bόττης ἀναπίνει Κεφαλλ. Συνών. ἀζουδιˬῶ, ἀναδίνω Α 3, ἀναδοτῶ 1, ἀναζουδιˬῶ, ἀναλείχω 3, ἀναλιγδιˬάζω 1, ἀναξερνῶ. 3) Ὑγραίνομαι ἐκ τῆς ἐξωτερικῆς ὑγρασίας Πελοπν (Γέρμ. Μάν.): ᾿Αναπίνει ἡ bαρούτη. Ἀναπίνουνε τὰ σῦκα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA