ἄρκαλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄρκαλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἄρκαλος ὁ, Κρήτ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. Δωρ. οὐσ. ἄρκαλος παρὰ τὸ ἄρκηλος. ’Ιδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918/20) 72.

Σημασιολογία

Τὸ θηλαστικὸν τρόχος ὁ κοινὸς (meles taxus) τῆς τάξεως τῶν ἀρκτιδῶν (urridae), ὁ τῶν ἀρχαίων τρόχος ἢ εἱλιός, ζῷον κομψόν, δασύμαλλον καὶ ἀδιάρθρωτον, τὸ ὁποῖον ἀποσφαιροῦται κοιμώμενον ἢ ἀμυνόμενον: Παροιμ. Ἄν εἶναι γιˬὰ τὰ κάλλη, | τά ’χουσι g᾽ οἱ--ἀρκάλοι. Συνών. ἀσβός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/