βρακοθηλει͜ὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρακοθηλει͜ὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βρακοθηλει͜ὰ ἡ, πολλαχ. βρακουθηλε͜ιὰ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βρακουθ’λε͜ιὰ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βρακοθελε͜ιὰ Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. Κῶς Μεγίστ. κ.ἀ. - Λεξ. Πρω. Δημητρ. βρακοθελgε͜ιὰ Ρόδ. βρακουφ’λε͜ιὰ Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βρακὶ καὶ θηλε͜ιὰ.

Σημασιολογία

1) Τὸ κατὰ τὴν ζώνην μέρος τοῦ βρακιοῦ ἢ τῆς βράκας, διὰ τοῦ ὁποίου περᾶται ἡ βρακοζώνη ἡ συγκρατοῦσα περὶ τὴν ὀσφὺν τὸ ἔνδυμα τοῦτο πολλαχ.: Περνῶ τὴ βρακοζώνη ’ς τὴ βρακοθηλε͜ιὰ πολλαχ. || Γνωμ. Μὶ τσοὶ ’ναῖτσις τὰ μαλλιˬά σ᾿ μὴ βάῃς, γἡ βρακουθηλε͜ιά σ᾿ ψειριˬάζ’ (ἡ ἀνάμειξις ἀνδρὸς μὲ γυναῖκας εἶναι δι’ αὐτὸν ἐπιζήμιος) Λέσβ. || ᾌσμ. Σὰν τῆς κουμπάρας τοὺ βρακὶ δὲν εἶδιˬα ᾿ς τοὺν ἰῶνα, νά ᾿χῃ χρυσῆ βρακουθηλε͜ιὰ κὶ σάπιˬα βρακουζώνα Θρᾴκ. (Αἶν.) Τί σει͜έσαι, τί λυγει͜έσαι; ξέρω ποι͜ά ’ναι ἡ σειριˬά σου, ἑφτά χιλιˬάδες κόνιδες ἔχει ἡ βρακοθηλει͜ά σου Αἴγιν. Μὴ μοῦ πολυψηλὼνεσαι καὶ ξέρω τὴ γενιˬά σου, πόσες χιλιˬάδες κόνιδες ἔχει ἡ βρακοθηλε͜ιά σου Κρήτ. 2) Ὁ κόμβος τῆς δεμένης βρακοζώνας Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) - Λεξ. Μ᾿Εγκυκλ. Δημητρ. 3) Τὸ μέχρι τῆς βρακοθηλε͜ιᾶς ὕψος τοῦ σώματος Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον.): Μιˬὰ βρακουφ’λε͜ιὰ χιόνι. 4) Βρακοζώνα 4, ὃ ἰδ., Στερελλ. (Αἰτωλ.) 5) Ἡ ζώνη τῆς φουστανέλλας Β. Εὔβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/