ἀναπλέκω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπλέκω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναπλέκω ἀμάρτ. ἀναπλέγου Στερελλ (Φθιῶτ.) Μες. ἀνεπλέκομαι Κρήτ.
Ετυμολογία
Τὸ άρχ. ἀναπλέκω=πλέκω περί τι, περικοσμῶ, περιστέφω.
Σημασιολογία
Ι) Πλέκω ἐκ νέου τὴν διαλελυμένην κόμην Στερελλ. (Φθιῶτ.) : ᾎσμ. Κόρη μου, τοὺ τι’ ἀναπλέγισι; -Μηδάρ᾽ ἰγὼ ἀναπλέγουμι; μαννούλλα μ᾽ ἀνάπλιξι. ΙΙ) Λύω τὴν πεπλεγμένην κόμην Κρήτ.: ᾎσμ. Κόρη λυγερή, ξανθὴ καὶ μαυρομμάτα, ἀνεπλέκετο εἰς ἀντρειωμένου μνῆμα, τὰ μαλλάκιˬα τζη τὸ dάφο ἐσκεπάζαν. Συνών. ξεπλέκω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA