ἀρκᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρκᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρκᾶς ὁ, πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) ἀρκᾶ Τσακων. ἀρκὰ ἡ, Πόντ. (Κρώμν. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀρχὰ Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) ἀρκὰ τό, Βιθυν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. arka.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Τὰ νῶτα, ἡ ράχις, ἐπὶ ἐμψύχων καὶ ἀψύχων πολλαχ.: Ὁ ἀρκᾶς τοῦ γελεκιˬοῦ Ρόδ. Τὸ ἀρκὰ τοῦ μαχαιριˬοῦ (τὸ ἀντίθετον τῆς κόψεως μέρος) Βιθυν. Μὴ χτυπᾷς ἀπ’ τὴν κοφτή, ἀπ’ τὸ ἀρκὰ χτύπα αὐτόθ. Ἕναν ἀρκᾶ ξύλα (ποσότης ξύλων ὅσην δύναταί τις νὰ φέρῃ ἐπὶ τῆς ράχεως καὶ κατ᾿ ἐπέκτ. ὅσην χωρεῖ ἡ ἀγκάλη) Μεγίστ. || Παροιμ. Ἀρκᾶς κί μανί’ λείπουν, φόριμα θέ’ς νὰ κά’ς (ἐπὶ τοῦ ἐπιχειροῦντος νὰ κάμῃ τι, ἐνῷ στερεῖται τῶν ἀπαραιτήτων μέσων) Μακεδ. (Σέρρ.) 2) Τὸ μέρος τοῦ πλοίου ὅπου στηρίζεται τὸ ἀκρόπρῳρον Χίος. 3) Τὸ τόξον γεφύρας Ἤπ. 4) Σωρὸς χώματος ἢ λίθων Στερελλ. (Αἰτωλ.) 5) Τοῖχος οἰκίας λιθόκτιστος ἀπὸ θεμελίου μέχρι στέγης Μακεδ. (Σιάτ.) 6) Ὄγκος Πελοπν. (Ὀλυμπ.): Αὐτὸ τὸ ζυμαρικὸ ποῦ τρώς θὰ γίνῃ ἀρκᾶς μέσα σου. 7) Παχὺ στρῶμα ὕλης Πελοπν. (Μεσσ.) : Φρ. Ἔχει πιˬασμένο ἀρκᾶ’ς τὸ πρόσωπο (εἴναι ἄπλυτος καὶ λερωμένος εἰς τὸ πρόσωπον). 8) Πρόχωμα Ἤπ. (Ζαγόρ.): Μὴ χαλᾷς τοὺν ἀρκᾶ τ᾿ χουραφιˬοῦ σ᾿, γιˬατὶ θὰ μπαίν’ν τὰ νιρὰ τοὺ χειμῶνα. Β) Μεταφ. 1) Βοήθεια Πόντ. (Κρώμν. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Φρ. Δίγω ἀρχὰν (δίδω βοήθειαν, βοηθῶ) Χαλδ. 2) Βοηθός, προστάτης, ὑπερασπιστὴς πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ.): Εὑρῆκεν ἀρκᾶν Κῶς Ὁ ἀρκᾶς του τὸν κάμνει παλληκάρι (φαίνεται παλληκάρι, διότι ἔχει ἰσχυρὰν προστασίαν) αὐτόθ. Ἀρκᾶ ἔχεις; μὴ φοβᾶσαι! Σινασσ. Ἔχει ἀρκᾶ καὶ τὰ κάνει τοῦτα Βιθυν. Αὐτὸς δὲ φοβᾶται, ἔχει ἀρκᾶδες γιˬεροὶ (συνών. φρ. ἔχει πλάτες) αὐτόθ. || Φρ. Θὰ σὲ πιˬάσω ἀρκᾶ γιˬὰ τ’ ἄχερα (δὲν ἔχω τὴν ἀνάγκην σου, σὲ περιφρονῶ) ᾿Ιων. (Κρήν.) Νὰ σὲ πιˬάσω ἀρκᾶ γιˬὰ τοὶς μυῖγες (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Μεσσ.) || Παροιμ. Ἡ ἀρκούδα εἶχε ἀρκᾶδες κ᾽ ἐκείν’ ἀρκαδομάζωνε (ἐπὶ τοῦ ἀδίκου καὶ ἅρπαγος ὑποστηριζομένου παρ᾽ ἄλλων) Βιθυν. || Ἆσμ. Νὰ βάλω τὸν Θεὸν ἀρκᾶν ταὶ ριτσατσῆν τὸν Χάρων νὰ σὲ ηρέψῃ γλήορα τ’ ἐγιˬώνυ νὰ σὲ πάρω Κύπρ. 3) Κύριος, ἐξουσιαστὴς Πελοπν. (Λακων.): Τί, θὰ σὲ κάμω ἀρκᾶ τοῦ κεφαλιˬοῦ μου; (πρὸς τὸν θέλοντα νὰ μᾶς ἐπιβληθῇ). Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Πάρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA