ἀνάπλῳρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάπλῳρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀνάπλῳρα ἐπίρρ. Θήρ.Θρᾴκ.(Αἶν.)Μεγίστ.Ναύστ.Σαλαμ.-Λεξ. Κομ.Βλαστ.Πρω. Δημητρ. ἀνέπλῳρα Κύθν. ἀνέbλῳρα Θήρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάπλῳρος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ἀπὸ τῆς πρῴρας ἢ ἐκ διευθύνσεως ἀντιθέτου πρὸς τὴν πρῷραν ἔνθ᾽ ἀν. : Ἀνάπλῳρα ἔχουμε τὸν καιρὸ Ναύστ. Τὸ καράβι μᾶς ἦρθε ἀνάπλῳρα αὐτόθ. Ἀνάπλῳρα χτυποῦν τὰ κύματα Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/