βρακούσω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρακούσω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βρακούσω ἐπίθ. θηλ. (Νουμᾶς 202,10) Πληθ. βρακοῦσες (Νουμᾶς 201,8).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. θηλ. ἐπιθ. βρακοῦσα, ὃ ἐκ τοῦ οὐσ. βράκα (Ι) καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -οῦσα.

Σημασιολογία

Ἡ ἔχουσα μακρὰ πτερὰ περὶ τὰ σκέλη, ἐπὶ ὄρνιθος: Βρακοῦσες κόττες κακαριόνταν ᾿ς τὴν αὐλὴ (Νουμᾶς 201,8)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/