ἀχεραποθήκη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχεραποθήκη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀχεραποθήκη ἡ, σύνηθ. ἀχυραποθήκη σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄχερο καὶ ἀποθήκη.
Σημασιολογία
’Αποθήκη ἀχύρων, ἀχυρών. Συνών. ἀχερεˬάς, ἀχερεˬῶνας, *ἀχερμιˬά 3, ἀχερομπατή, ἀχερόσπιτο, ἀχερόσταβλος, ἀχερότοπος, ἀχερωνάρι, ἀχερῶνας, ἀχερώνι, ἀχούρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA