βράκωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βράκωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βράκωμα τό, πολλαχ. βράκουμα βόρ. ἰδιώμ. βράκωμαν Πόντ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βρακώνω.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ ἐνδύῃ τις τινὰ μὲ βρακὶ πολλαχ. 2) Ἀπόκτησις βρακίου Πόντ. 3) Παννὶ φορούμενον ἀντὶ βρακίου μεταξὺ τῶν σκελῶν καὶ προσδεδεμένον εἰς τὴν ζώνην Ἴμβρ. 4) Βρακόπανο 3, ὃ ἰδ., Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/