βρακώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρακώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βρακώνω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Σταυρ. κ.ἀ.) βρακώνου βόρ. ἰδιώμ. βαακώνου Σαμοθρ. βρακών-νω Ρόδ. Μετοχ. θηλ. βρακωμέντσα Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βρακὶ ἢ βράκα (Ι).
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1) Ἐνδύω τινὰ μὲ βρακὶ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Βρακώνω τὸ μωρὸ γιὰ νὰ μὴ κρυώσῃ σύνηθ. || Φρ. Ὁ δεῖνα βρακώθηκε (πτωχὸς ὢν ἀνέλαβεν οἰκονομικῶς) πολλαχ. Περπατεῖ τώρᾳ βρακωμένος, ποῦ ’ταν ὅλο ξεβράκωτος (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἀθῆν. Τὸ θέλω ἀρχοντικὸ καὶ βρακωμένο (ἐπὶ τοῦ ἔχοντος μεγάλας ἀξιώσεις) Πελοπν. (Δημητσάν.) || Παροιμ. Ἀβράκωτος βρακώθηκε κ’ ἐγελοχαχάρισε (ἐπὶ νεοπλούτου ἐπιδεικνύοντος τὴν χαράν του) Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἡ γραῖα ἔμαθεν ἀβράκωτος καὶ βρακωμέντσα ἐντρέπεται (ὅτι δυσκόλως λησμονεῖ κανεὶς τὰς παλαιὰς συνηθείας) Κοτύωρ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. 2) Ἐπιθέτω θεραπευτικὸν ἐπίδεσμον ἐκ κρομμύου παστωμένου μὲ κύμινον εἰς γυναῖκα ἐν ἐμμήνῳ ροῇ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πβ βρακόπαννο 3. 3) Τοποθετῶ εἰς τὰ σκέλη βρέφους πούδραν ἢ ἄλλην ἀλοιφήν, τὴν ὁποίαν συγκρατῶ δι᾽ ἐπιδέσμου Ἀθῆν. Πειρ. κ.ἀ.: Δὲν τὸ βράκωσε καλὰ κ’ ἔφυγε ὅλη ἡ ἀλοιφὴ Ἀθῆν. Πειρ. 4) Καλύπτω τὸ γεννητικὸν ὄργανον κριοῦ μὲ παννὶ διὰ νὰ μὴ δύναται νὰ ὀχεύῃ τὰ πρόβατα Κρήτ.: Βρακώνω τὸν κριό. 5) Μεταφ. παρέχω εἰς ἐνδεῆ πόρον ζωῆς σύνηθ. καὶ Πόντ.: Τὴν ἐπῆρε ἀπὸ τὸ δρόμο καὶ τὴν ἐβράκωσε σύνηθ. Β) Ἀμτβ. 1) Καλύπτομαι, σκεπάζομαι, ὥστε νὰ μὴ φαίνωμαι γυμνὸς Κρήτ. (Μύρθ.): Ἐβράκωσε τ’ ἀdὶ (ἔχει ὑφανθῆ τόσον ὕφασμα, ὥστε νὰ καλυφθῇ τὸ ἀντίον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου τυλίσσεται). 2) Μέσ. ἐπὶ ζῴου, ἐμπλέκομαι εἰς ἀκάνθας Πελοπν. (Μεσσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA