ἀχερένιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχερένιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχερένιˬος ἐπίθ. ἀχυρένιˬος σύνηθ. ἀχιˬουρένιˬος Εὔβ. (Κονίστρ.) Πελοπν. (Μάν.) ἀχερένιˬος σύνηθ. ἀχιρένιˬους βόρ. ἰδιώμ. ἀυρένες Πόντ. (Σάντ. κ.ἀ.) ἀουρένες Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄχερο καὶ τῆς καταλ. -ένιˬος.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ὁ ἐξ ἀχύρων συγκείμενος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Μαξιλλάρι - στρῶμα ἀχυρένιˬο σύνηθ. ᾿Αουρένεν στρῶμαν Τραπ. Συνών. ἀχέρινος. 2) Οὐσ., ἀνδρείκελον ἐκ παλαιῶν ἐνδυμάτων πληρωμένων δι᾽ ἀχύρων, τὸ ὁποῖον τίθεται εἰς ἐσπαρμένον ἀγρὸν πρὸς ἐκφοβισμὸν τῶν πτηνῶν Ζάκ. Β) Μεταφ. 1) Ὁ στερημένος νοῦ, ἄνους σύνηθ.: ᾽Αχερένιˬο κεφάλι-μυˬαλό. 2) Ὁ μὴ ἔχων ἰσχὺν καὶ ἀξίαν Ζάκ.: Γνωμ. Ὁ ἀχυρένιˬος ἄντρας θέλει χρυσῆ γυναῖκα (ὁ ἀνίκανος ἔχει ἀνάγκην δραστηρίας συζύγου). Πβ. ἀχεροκάμωτος (ΙΙ). Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/