ἀναπνοὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναπνοὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀναπνοὴ ἡ, κοιν. καὶ Τσακων ἀναπνουὴ βόρ. ἰδιώμ. ἀναπνοὰ Κεφαλλ. Πελοπν (Γέρμ. Κορινθ. Λακων. Μάν.)-Αβαλαωρ. Ἔργα 3,195 καὶ 254 ἀναπνουὰ Θρᾴκ.(Α᾿ίν.) ἀναπνογὰ Ἤπ. Κεφαλλ. Λευκ Πελοπν. (Μεσσ.) ἀπνοὴ ΜΦιλήντ. Γλωσσογν 2,145 ἀπινοά Πελοπν. (᾿Αρεόπ.) ἀπνὰ Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀναπνοή. Ὁ τύπ ἀναπνοὰ Δωρ. Τὸ ἀπινοά ἐκ τοῦ *ἀπνοὰ κατ᾽ ἀνάπτυξιν συνοδίτου φθόγγ. μεταξὺ τοῦ π καὶ ν, ὡς καὶ καπνὸς-καπινός κττ.

Σημασιολογία

Ἡ διὰ τῶν πνευμόνων εἰσπνοὴ καὶ ἐκπνοὴ ἀέρος κοιν.: Βαστῶ-κρατῶ τὴν ἀναπνοή μου. Παίρνω ἀναπνοή. Πιάνεται ἡ ἀναπνοή μου (ἔχω δύσπνοιαν). Ἀδύνατη ἢ δυνατὴ ἀναπνοὴ κοιν. Πῆρα τὴν ἀπινοά μου ᾿Αρεόπ. ǁ Φρ. Παίρνω ἀναπνοὴ (λαμβάνω ἄνεσιν ἐκ τοῦ μόχθου ἢ τοῦ δρόμου, ξεκουράζομαι) κοιν. Παίρνει τὴν ἀναπνογὰ τ᾿ ἀνθρώπου (ἐπὶ βαρείας ὀσμῆς ἢ ὑπερβολικῆς θερμότητος Κεφαλλ. Πῆρε τὴν ἀναπνοή του ᾿ς τὸ δεῖνα μέρος (κατειλημμένος ὑπὸ τρόμου ἔφυγε δρομαίως καὶ ἀνέπνευσε μόνον, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ δεῖνα μέρος) Κυκλ. Ἀναπνοὴ δὲν παίρνει (ἐπὶ τοῦ φλυάρου) Πελοπν. (Δημητσάν.) Τὰ εἶπε μὲ μιˬὰ ἀναπνοὴ (ταχέως) ΔΒουτυρ. Τριαντα. δύο διηγ. 120. Ἔχει τὴν ἀπνά (ἐπὶ τοῦ ψυχορραγοῦντος) Μάν. ǁ Αἴνιγμ. Ἡ τρουλουλοῦ μ’ ἔστειλε γιˬὰ νερὸ κιˬ ἀπαντῶ ἔνα θεριˬὸ | τρομερὸ καὶ φοβερό, εἶχε πέντε κεφαλὲς, | τέσσερες ἀναπνοές, χέριˬα πόδιˬα εἴκοσι | καὶ νύχια ἑκατὸ (ὁ νεκρὸς αἰρόμενος ὑπὸ τεσσάρων) Κύθηρ. ǁ Ποίημ. Τοῦ πιˬάστηκε ἡ ἀναπνοά, τοῦ ἀχνίσανε τὰ χείλη, βαρεˬὰ βαρεˬὰ ἀναστέναξε κ᾽ ἐκόπηκε ἡ φωνή του ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ ’Αναπνοά καὶ ὡς τόπων. Κορινθ. Πβ. ἀναπνο͜ιά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/