γεροελιˬά

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροελιˬά

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γεροελιὰ ἡ, ἀμάρτ. γερολιὰ Α. Κρήτ. Πελοπν. (Ξεχώρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ. ὲλιˬά.

Σημασιολογία

Ἡ γηρασμένη ἐλαία: Οἱ γερολι͜ὲς εἶναι ὅλο κουφιˬάλες Ξεχώρ. Οἱ γερολιˬὲς βγάνουνε πλε͜ιότερο λάδι ἀπὸ τὶς γροθαρωτὲς (==νέα ἐλαιόδενδρα) αὐτόθ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ἐκ κώδ. τοῦ 1780 Ἰδ. Κυπρ. Σπουδ. 13 (1949), 80

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/