ἀρκοπλακοπατῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρκοπλακοπατῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρκοπλακοπατῶ Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄρκος, πλάκα καὶ τοῦ ρ. πατῶ.

Σημασιολογία

Κινοῦμαι ὡς ἄρκτος βαδίζων ἐπὶ τῶν πελμάτων. Μόνον ἐν τῷ καθαρογλωσσ.: Ἡ κορώνα ’ς σὸ κλαδὶν ἀρκοπλακοπατεῖ καὶ πάγει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/