ἀχεριˬάζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχεριˬάζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀχεριˬάζομαι Πελοπν. (Μεσσ.) ἀχουριˬάζομαι Πελοπν. (Μεσσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄχερο. Τὸ ἀχουριˬάζομαι κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ οὐσ. ἀχούρι.

Σημασιολογία

Παθαίνω ἀσφυξίαν, ἐπὶ ἵππου ὅστις ἐγκλειόμενος τὸν χειμῶνα εἰς τὸν ἀχυρῶνα ἀσφυκτιᾷ ἕνεκα τῆς λεπτῆς κόνεως τῆς ἀναδιδομένης ἐκ τῶν ἀχύρων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/