ἀναποδεύω,

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναποδεύω,

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναποδεύω, ἀναποδεύκομαι Κύπρ. ἀναποεύκομαι Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἔπιθ. ἀνάποδος.

Σημασιολογία

Γίνομαι ἀνίκανος πρὸς ἐργασίαν ἕνεκα γήρατος ἢ βλάβης τινὸς τοῦ σώματος: ᾽Ποὺ τὸν ταιρὸν ποῦ ’βκαλεν τὸ πόιν του ἀναποεύτην, ᾿ὲν μπορεῖ νὰ δουλέψῃ, τρώει ταὶ κάθεται (πόιν= πόδι). Ἐγέρασε τιˬ ἀναποεύτηκα πκεˬόν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/