ἄρκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄρκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἄρκος ὁ, Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ματζούκ. Οἰν. Σάντ Σούρμ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ κ.ἀ.) ἄρκο Πόντ. (Ὄφ.) Θηλ. ἄρκαινα Πόντ. (Κερασ.) ἄρκισσα Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἄρκος, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἄρκτος.

Σημασιολογία

Ἡ κοινὴ ἄρκτος ἔνθ᾿ ἀν. Τὰ θηλ. ἄρκαινα καὶ ἄρκισσα λέγονται μεταφ. ἐπὶ γυναικῶν, κυριολ. δὲ ἐπὶ τῆς θηλείας ἄρκτου λέγεται τὸ ἀρκοτσούνα, ὃ ἰδ.: Φρ. Νὰ τρώγουνε σε οἱ ἄρτ’! (νὰ σὲ φάγουν οἱ ἄρκοι! Ἀρὰ πρὸς ἀγελάδα) Ὄφ. Ἄρκος ὁμζεις (ὁμοιάζεις πρὸς ἄρκον. Πρὸς ἄνθρωπον χονδροειδῆ, ἀδέξιον κττ.) Κερασ. Ντό ἄρκος εἶσαι! (τί ἄρκος ποῦ εἶσαι! Συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ. Ἅμον ἄρκος ἔν’ (εἶναι σὰν ἄρκος. ᾽Επὶ χονδροειδοῦς, ἀδεξίου, μωροῦ κττ.) Κρώμν. Ματζούκ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. Ἄρκου πουδάριν ἔει (ἐπὶ ὑπερμέτρως εὐτραφοῦς ποδὸς) Κερασ. || Παροιμ. Ἄρκου μαλλὶν μετάξ’ ᾿κὶ γίνεται (ἐκ τοῦ πονηροῦ ἀνθρώπου οὐδὲν ἀγαθὸν πρέπει νὰ προσδοκῶμεν) Ματζούκ. Τραπ. Ἄρκον ᾿ς σὰ ξύλα ἔστειλαν κ᾿ ἐγρίζεψεν τὸ δάσος (τὸν ἄρκον ἔστειλαν εἰς τὰ ξύλα καὶ ἐξερρίζωσε τὸ δάσος. ᾽Επὶ μωροῦ ὅστις λαβὼν ἐντολὴν νὰ φέρῃ τι παραλαμβάνει πᾶν τὸ προστυχὸν) Ματζούκ. Τραπ. Τὸ καλὸν τ’ ἀπίδ’ ἄρκον τρώει ἀτο (ἐπὶ ὡραίου πράγματος περιελθόντος εἰς τὴν κατοχὴν μωροῦ ἀνθρώπου, ἰδίως δὲ ἐπὶ ἠλιθίου ἢ δυσειδοῦς λαβόντος ὡραίαν σύζυγον) Τραπ. Χαλδ. ’Σ σ’ ἄρκου τὸν κόλον ἄλειμμαν ἀλείφεις (ἐπὶ περιττῆς προσφορᾶς πράγματος εἴς τινα τοῦ ὁποίου οὗτος ἔχει ἀφθονίαν, ὡς ἡ εὐτραφὴς ἄρκτος δὲν ἔχει ἀνάγκην προσθέτου λίπους) Κερασ. Συνών. ἀρκολαΐνα 1, ἀρκούδα 1, ἀρκουδία 1. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Σκίαθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/