γεροκλέφτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροκλέφτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεροκλέφτης ὁ, πολλαχ. γερόκλεφτας Πελοπν. (Μάν.) -Μ. Λελέκ. Ἐπιδόρπ., 47.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ. κλέφτης. Ὁ τύπ. γερόκλεφτας μετεσχηματίσθη κατὰ τὰ εἰς –ας μεγεθυντικά. Πβ. ἀρχίκλεφτας, βόιδακας, γερόδρακας.

Σημασιολογία

Γέρων κλέπτης πολλαχ.: Βρὲ τὸ γεροκλέφτη! Εἶναι ἄξιος καὶ τῆς Παναγίας τὰ μάτιˬα νὰ κλέψῃ! πολλαχ. Ὁ γεροκλέφτης! Εἶναι ἄξιος νὰ μὴν τῆς εἶπε τίποτα! Σ. Μελᾶ, Μιὰ νύχτα, 58. 2) Ὁ γέρων «κλέφτης», ὁ κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας εἰς τὰ ὄρη διαβιῶν, ὁ ἀγωνιζόμενος ἡμέραν καὶ νύκτα μετὰ τῶν συντρόφων του κατὰ τῆς τυραννίας τῶν κατακτητῶν πολλαχ.: ᾎσμ. Κ’ ἕνας γέρο γερόκλεφτας κάθεται καὶ τοὺς λέει Μ. Λελέκ., Ἐπιδόρπ., 47.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/