ἀναποδιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναποδιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναποδιˬάζω Ἄνδρ. Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κεφαλλ. Κῶν Λευκ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Κλουτσινοχ. Λακων. Μαν Τρίκκ.) Σκῦρ κ. ἀ.-(Νουμᾶς 137,6) Λεξ. Δεὲκ Αἰν Μ. Ἐγκυκλ Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀναπουδιˬάζου Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Μάδυτ.) Μακεδ. (Καταφύγ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) κ. ἀ. ἀνεποδιˬάζω Κύθν. ἀνιπουδιˬάζου Σαμ. ἀναποδιˬῶ Σίφν. Μεσ ἀναπουδιˬάζουμι Μακεδ. (Πάγγ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ ἀνάποδα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Α) Μετβ Ι1) Γυρίζω τὰ ἄνω πρὸς τὰ κάτω, ἀνατρέπω Λεξ. Δημητρ.: Γνωμ. Ὁ μυˬαλωμἑνος σιˬάζει, ὁ ἄμυˬαλος ἀναποδιˬάζει (ἐπὶ τοῦ προξενοῦντος δυσχερείας εἰς ἔργον τι, τοῦ προξενοῦντος ἀτυχίας ἢ καταστρέφοντος). 2) Ἀντιστρέφω, ἐκστρέφω, ἐπὶ ἐνδυμάτων Πελοπν.(Λακων.): Ἔχει ἀναποδιˬάσει τὸ σκουφί του. Φοράει ἀναποδιˬασμένη τὴ φανέλλα του. Ἀναποδιˬάζω τὰ ροῦχα γιˬὰ νὰ στεγνώσουνε. 3) Προξενῶ ἐμπόδια, δυσχεραίνω Πελοπν.(Κλουτσινοχ. Τρίκκ.) Στερελλ. (Καλοσκοπ.) κ. ἀ.-Λεξ. Δημητρ.: Μᾶς ἀναποδιάζει αὐτὸς Κλουτσινοχ. Μᾶς ἀναπόδιασες τὴ δουλειὰ-Λεξ. Δημητρ. β) Κάμνω ἄνω κάτω, ταράττω, συγχύζω Λεξ. ΜΕγκυκλ.: Ἦρθες καὶ μᾶς ἀναπόδιασες. Συνών. ἀναδεύω Β 1, ἀνακατώνω Β 1, συχύζω. 4) ’Αλλάζω, μεταβάλλω Πελοπν. (Λακων.) : Μὴν ἀναποδιˬάζῃς τὰ λόγια σου! Β) ᾿Αμτβ. 1) Τρέπομαι, μεταβάλλομαι ἐπὶ τὸ χεῖρον Στερελλ (Αἰτωλ.) : Ἀναπουδιˬάζ’ ἢ ἀναπόδιˬασι οὑ κιρός. Συνών. χειροτερεύω. Μετοχ. ὁ φέρων ἀτυχίας, ἀντίξοος Ἄνδρ Σάμ. κ. ἁ -Λεξ. Δημητρ.: ’Αναποδιˬασμένος μῆνας-χρόνος Λεξ. Δημητρ. ǁΦρ. Τὸ gακό σου τὸν τζαιρὸ τσαὶ τὸν ἀναποδιˬασμένο.! (ἀρὰ) Ἄνδρ. Τὴ gακή σ’ μέρα κι᾿ τὴν ψυχρὴ κὶ τ᾿ν ἀναπουδιˬασμένη! (ἀρὰ) Σαμ Συνών. ἀνάποδος Α 3. β) Συντελοῦμαι οὐχὶ κατ’ εὐχήν, προσκόπτω εἰς δυσχερείας Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)-Λεξ. Δημητρ.: ’Αναπόδιˬασε ἡ τύχη dου Σαρεκκλ. Ἀναπόδιˬασι ἡ δ᾿λε͜ιά μ’ Αἰτωλ. Ἀναπόδιˬασε τὸ ἐμπόριο Λεξ. Δημητρ. ᾿Επάγγελμα ἀναποδιˬασμένο αὐτόθ. γ) ᾿Αποτυγχάνω Λεξ. Δημητρ.: ’Απόταν ἄλλαξα μαγαζὶ ἀναπόδιˬασα. 2) Ἑνεργ. καὶ μες. δεικνύω εἰς τὴν συμπεριφοράν μου κακοὺς τρόπους, φέρομαι σκαιῶς, γίνομαι δύστροπος καὶ κακότροπος Ἤπ. Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Αἶν. Σαρεκκλ.) Κῶν Μακεδ.(Καταφυγ Πάγγ.) Νάξ. (’Απύρανθ.) Πελοπν. (᾿Ανδρίτσ. Λακων Τρίκκ.) Σιφν Σκῦρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ. ἀ.-(Νουμᾶς ἔνθ’ ἀν.)-Λεξ. Δεὲκ Αἰν. Μ. Ἐκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω Δημητρ.: Μὴν ἀναποδιˬάζεις ἔτσι! Ἀνδρίτσ. Τί ἔ᾽; καὶ πά’ ἀναπόδιασες, bρέ;-Δὲν ἀναπόδιασα, λεγώ, μόν’ ἔτσι σὲ φαίν’ται Σαρεκκλ. Πολὺ εἶχ’ ἀναποδιˬάσει ὁ δυστυχισμένος ἀπὸ τὴν ἀρρώστιˬα καὶ ’δῶθε (Νουμᾶς ἔνθ᾽ ἀν.) Αὐτὸ τὸ παιδὶ ὃσο πάει κι ἀναποδιˬάζει Λεξ. Πρω. ᾿Αναπουδιˬάζ' οὑλουὲν Αἰτωλ. Ἀναποδιˬασμένη ἐσηκώθης πάλι σήμερα Ἀπύρανθ. Ἀναποδιˬασμένος ἄνθρωπος Τρίκκ.-Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Τί ἀναπουδιˬασμένου πλάσμα ποῦ ’νι! Αἰτωλ. Ἡ ἀναποδιˬασμένη μᾶς ἀνάδεψε οὕλοι Σκῦρ Συνών. ἀναποδίζω, τῆς δὲ μετοχ. συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνάποδος Α 5. β) Κάμνω ἀταξίας Πελοπν. (Λάκων.) 3) Γίνομαι ἰσχνὸς καὶ καχεκτικός. (α) Ἐπὶ ἐμψύχων Ζάκ. ᾿΄Ηπ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κεφαλλ Κύθν. Λευκ. κ. ἀ.-Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.: Ἀναπόδιˬασε τὸ παιδὶ ἀπὸ τοὶς θέρμες Λεξ. Δημητρ. Ὁ δεῖνα ἔχει ἀναποδιˬάσει ἀπὸ τὴν ἀρρώστια Ἤπ. Κἄτι ἔχει ἡ ᾿γελάδα καὶ μέρα τὴ μέρα ἀναποδιˬάζει Λεξ. Δημητρ. Μὴ bιˬάνῃς τὸ γατσούλλι κιˬ ἀναποδιˬάζει Κεφαλλ. Ἀναποδιˬασμένος ἀπὸ τὴν κακοπέρασι Λεξ. Δημητρ. ᾿Αναποδιˬασμένο ζωντανὸ αὐτόθ. (β) ’Επί φυτῶν Λεξ. Δημητρ.:’Αναπόδιˬασε ἡ κληματαρεˬὰ-τὸ περιβόλι. Ἀναποδιασμένα σπαρτά Πβ. ἀναποδογέρνω, ἀναποδογυρίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/