ἀρκούδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρκούδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀρκούδα ἡ, κοιν. καὶ Καππ. ἀρκούdα Καππ. (Φερτ.) ἀϊκούδα Σαμοθρ. ἀρκούα Κύπρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀρκούδα. Πβ. Μαχαιρ. 1, 574 (ἔκδ. RDawkins) «καὶ πολομοῦν ὡς πολομᾷ ἡ ἀρκούδα».
Σημασιολογία
1) Ἡ κοινὴ ἄρκτος κοιν. καὶ Καππ. (Φερτ. κ.ἀ.): Φρ. Ντύνεται-χορεύει σὰν ἀρκούδα (χονδροειδῶς, ἀκόμψως). Mο͜ιάζει σὰν ἀρκούδα (ἐπὶ χονδροειδοῦς καὶ ἀπεχθοῦς). Πῆρε γιὰ γυναῖκα μιˬὰν ἀρκούδα (ἄκομψον καὶ χονδροειδῆ) σύνηθ. Αὐτὴ σώ’ νιˬὰ ἀρκούδα (σώνει μιὰ ἀρκούδα, εἶναι ὑψηλὴ καὶ ρωμαλέα) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἀρκούδα μαλλιˬαρὴ (ἐπὶ τοῦ ἔχοντος ὑγιῆ καὶ ἰσχυρὸν ὀργανισμὸν) Εὔβ. (Λίμν.) Σουστὴ ἀρκούδα ἔγιν’ ἡ δεῖνα (μεγάλωσε γρήγορα) Στερελλ. Χουϊεύ’ σὰν ἀϊκούδα (χορεύει σὰν ἀρκούδα) Σαμοθρ. || Παροιμ. Τῆς ἀρκούδας ἅμα βγάλῃς τὴ χαλικάδα, τότε θὰ τὴν ἰδῇς ἄν εἶν᾿ ἥμερη ἤ ἄγρια (τοῦ πονηροῦ ἀνθρώπου ὁ χαρακτὴρ διαγινώσκεται ἀσφαλῶς, ὅταν δὲν περιστέλλεται ὑπὸ τοῦ φόβου ἢ τῆς βίας) Γορτυν. Φάτε, λύκοι, καὶ φάτ’, ἀρκοῦδες (ἐπὶ ἀναρχίας) Ἤπ. Κ᾿ ἡ ἀρκούδα μαθαί’ κι᾿ χουρεύ’ (ἐπὶ τῆς ἐπιδράσεως τῆς ἀνατροφῆς δυναμένης νὰ μεταβάλῃ καὶ τοὺς τραχεῖς χαρακτῆρας) αὐτόθ. Ἀπὸ τοὺ λύκου γλύτουσι,’ς τ’ν ἀρκούδα ἔπισι (ἐπὶ τοῦ μεταπεσόντος εἰς τὰ χειρότερα) Θεσσ. Συνών. ἀρκολαΐνα 1, ἄρκος, ἀρκουδία 1. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Εὔβ. (Ξηροχ.) Ζάκ. Μακεδ. β) Τὸ δέρμα τῆς ἄρκτου χρησιμοποιούμενον εἰς τὴν κατασκευὴν γουναρικῶν Ἀθῆν. κ.ἀ. Συνών. ἀρκουδεˬὰ 1, ἀρκουδόγουνα. γ) Ὄνομα κυνὸς Πελοπν. (Μεσσ.) 2) Προσωπιδοφόρος τῶν Ἀπόκρεων (ἐκ τῆς ὁμοιότητος τῆς προσωπίδος πρὸς κεφαλὴν ἄρκτου): ’Σ τ᾿ς Ἀπουκρεˬὲς γινόdι ἀρκοῦδις Λέσβ. Συνών. ἀραπέλλι 1, μασκαρᾶς. 3) Παιδιὰ καθ᾿ ἣν κρατῶν τις σχοινίον προσδεδεμένον εἰς ἕνα τῶν παικτῶν ὀνομαζόμενον ἀρκούδα περιφέρεται περὶ αὐτὴν ὡς ἀρκουδιάρις καὶ δὲν ἀφίνει κἀνένα ἐκ τῆς ἀντιθέτου ὁμάδος νὰ τὴν καβαλλικεύσῃ Πελοπν. (Μαντίν.) 4) Ὁ ἀστερισμὸς τῆς ἄρκτου (ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σχήματος) Πελοπν. (Λιβάρτζ.) 5) Ὁριζοντία δοκὸς τῆς νεροτριβῆς μήκους 1,50 μ. περίπου ἐκ τῆς ὁποίας ἐξαρτᾶται τὸ κοπάνι Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) 6) Ἄβραστος καφὲς ἀνάμεικτος μὲ ζάχαριν τρωγόμενος ὡς ἀντιδραστικὸν κατὰ τῆς μέθης Σάμ. Πβ. ἀρκουδερός. 7) ᾿Εν τῇ συνθηματικῇ γλώσσῃ ἡ Ρωσία Ἀθῆν. Ἤπ. (Ζαγόρ. Κόνιτσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA