γεροκομεῖο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροκομεῖο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεροκομεῖο τό, γηροκομεῖο λόγ. κοιν. γεροκομεῖο κοιν. γιρουκουμεῖου βόρ. ἰδιώμ. γεροκομεῖε Τσακων. γεροκομε͜ιὸ Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γαργαλ. Κίτ. Μάν. Παιδεμ. Τριφυλ. κ.ἀ.) γιρουκουμε͜ιὸ Στερελλ. (Ὑπάτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Βυζαντ. οὐσ. γηροκομεῖον. Πβ. καὶ γεροντοκομεῖο.

Σημασιολογία

1) Οἶκος εὐγηρίας κοιν. καὶ Τσακων.: Τὸν ἐπῆγαν – τὸν ἔβαλαν – τὸν ἔκλεισαν ᾽ς τὸ γεροκομεῖο. Δὲν εἴχε παιδιˬὰ καὶ πέθανε ᾽ς τὸ γεροκομεῖο. Τὸ γεροκομεῖο μᾶς περιμένει κοιν. Δὲν ὑπάρχουν πολλὰ γηροκομεῖα ᾽ς τὴν Ἑλλάδα λόγ. κοιν. Κὶ ᾽ς τοὺ γιρουκουμεῖου νὰ πᾷς, λιφτὰ θέ᾽ς βόρ. ἰδιώμ. Θὰ σὶ στείλου ᾽ς τοὺ γιρουκουμε͜ιὸ Στερελλ. (Ὑπάτ.) Τὸ bεθερό του δέν ἤθελε νὰ dόνε γλέπῃ bροστἀ του καὶ τὸν ἔβαλε ᾽ς τὸ γεροκομε͜ιό! Πελοπν. (Γαργαλ.) Δὲ μὲ θέ᾽ ἡ νυφαριˬά μου ᾽ς τὸ σπίτι νὰ κάτσω κοdά της καὶ θὲ μὲ κλείσῃ ᾽ς τὸ γεροκομε͜ιὸ Πελοπν. (Παιδεμ.) Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Ἰδ. Δουκάγγ. εἰς τὴν λ. «γηροκομεῖον». 2) Σκωπτικῶς, οἰκία εἰς τὴν ὁποίαν ζοῦν πολλοὶ γέροντες συγγενεῖς ἤ πολλοὶ ἀδελφοὶ ἢ ἀδελφαὶ μεγάλης ἡλικίας ἄγαμοι πολλαχ.: Ἐκεῖ μέσα εἶναι σωστὸ γεροκομεῖο πολλαχ.: Ἔγινε τὸ σπίτι τους γεροκομε͜ιὸ Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ἔχουμι πέντι γιρόντιˬα ᾽ς τοῦ σπίτ᾽ τώρα, τοὺ κάναμι γιρουκουμεῖου Εὔβ. (Ἄκρ.) Μοῦ κουβάλησε ᾽ς τὸ σπίτι τὴ μάννα της μὲ τὶς θε͜ιές της καὶ τσὶ δυˬὸ καὶ τὸ κάνανε γεροκομε͜ιὸ ᾽δω μέσα Πελοπν. (Παιδεμ.) Βρῆκε ἡ δυχατέρα μου γέρους ᾽ς τὸ σπίτι ποὺ πῆγε. Βρῆκε πεθερὰ καὶ πεθερὸ καὶ θε͜ιά. Σωστὸ γεροκομε͜ιὸ Πελοπν. (Γαργαλ.) || Ποίημ. Τώρα μὲ τοῦ Μάη τὴν ἡλιˬοχαρὰ λέω πὼς ξανανιώνει, λέω σὰ νὰ γελᾷ τὸ γεροκομεῖο τὸ γειτονικὸ Δ. Οἰκονομίδ., εἰς τὴν Ἀνθολογ. Η. Ἀποστολίδ., 281. Συνών. γεροντοκομεῖο. 3) Ἰδιαίτερον διαμέρισμα μοναστηρίου, προοριζόμενον διὰ τὴν περιποίησιν γηραιῶν μοναχῶν, οἵτινες δὲν ἕχουν ἰδίους ὑποτακτικούς, εἶναι δὲ ἀνίκανοι νὰ περιποιηθοῦν ἑαυτοὺς Ἄθ. 4) Ποσὸν κτημάτων προοριζομένων διὰ τὴν συντήρησιν τὼν γερόντων, διὰ τὸ ὁποῖον προνοοῦν οἱ ἴδιοι Πελοπν. (Μάν.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. γεροκόμι 1. 5) Μεταφ., γέρων ἀνίκανος πρὸς ἐργασίαν Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) : Ἐπαdρεύτη κ᾽ έπῆρε ἕνα γεροκομεῖο. Ἐκατάdησες γεροκομεῖο. Συνών. γεροκόμι 4. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἀθῆν. Πελοπν. (Πάτρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/