γεροκόμι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροκόμι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεροκόμι τό, Λευκ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γιροκόμι Ἤπ. (Πωγών.) γιρουκόμ᾽ Ἤπ. (Πλατανοῦσ. Πωγὠν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀχυρ. Κολάκ. Λιδωρίκ. Ὑπατ. Φθιῶτ. Φωκ.) γεροκόμιˬο Ἤπειρ. (Ξηροβούν. Πάργ.) Πελοπν. (Βούρβουρ.) - Α. Ταρσούλ., ἐν Ν. Ἑστ. 1 (1927), 397 – Λεξ. Δημητρ. γηροκόμιˬο Λεξ. Αἰν. γηροκομιˬὸ Πελοπν. (Βούρβουρ. Κλειτορ. Κυνουρ. Τριφυλ.) Πληθ. γεροκόμιˬα Πελοπν. (Ἀναβρ.).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γεροκομῶ. Ὁ τύπ. γεροκόμιˬο ἐκ συσχετισμοῦ πρὸς τὸν πληθ. γεροκόμιˬα. Ἡ μετάθεσις τοῦ τόνου εἰς τὸν τύπ. γεροκομιˬὸ ἐκ συμφυρμοῦ πρὸς τὸ γεροκομειˬὸ < γεροκομεῖο, μορφολογικῶς καὶ σημασιολογικῶς πλησιέστατον.

Σημασιολογία

1) Ποσὸν κτημάτων κυρίως, ἀλλὰ καὶ χρημάτων προοριζομένων διὰ τὴν συντήρησιν γερόντων, δι᾽ ὃ προνοοῦν οἱ ἴδιοι ἢ καὶ τὰ ἐνήλικα τέκνα των Πελοπν. (Κίτ. Κλειτορ. Κυνουρ. Μάν.) – Λεξ. Δημητρ.: Οἱ γέροντες ἐπάρασι τὸ γεροκόμι τους κ᾽ ἐκάτσασι στὴ bάdα Κίτ. Μάν. Ἐκρατήσασι δυˬὸ περιβόλιˬα γιˬὰ γεροκόμι αὐτοθ. Τοῦνε δώνει τὸ γεροκόμι τους καὶ μαζεύει τὴ bεριουσία αὐτοθ. Τό ᾽χει τὸ γεροκόμιˬο του ὁ γέρος Κυνουρ. Ἐσὺ ἀκόμα δὲ σαραdάρισες καὶ τὸ γεροκομιˬό της, τό ᾽χεις ᾽ς τὴ bάδα αὐτόθ. Ἡ γριὰ κυράτσα ἕχει τὸ γεροκομιˬό της, γι᾽ αὐτὸ τήνε τηρᾶνε λίγο (γριὰ κυράτσα == μάμμη) Κλειτορ. Συνών. γεροβόσκι, γοροκομεῖο 4, γεροντομοίρι, γεροντοτρόφι, γεροτρόφι. 2) Ἡ φροντίς, ἡ περιποίησις γερόντων, συγγενῶν ἢ ἄλλων Ἤπ. (Πάργ.) Λευκ. Πελοπν. (Ἀναβρ. Βούρβουρ. Τριφυλ. Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) – Α. Ταρσούλ., ἔνθ᾽ ἀν. – Λεξ. Δημητρ.: Τὸ δικό σου τὸ γεροκομιˬὸ θά ᾽χω ᾽γώ; Τριφυλ. Τά ᾽χω γιˬὰ τὸ γεροκόμιˬα του Ἀναβρ. Ἔχου γιρουκόμ᾽ ᾽ς τοὺ σπίτ᾽ Φθιῶτ. Φωκ. Γρήγορα θὰ τοῦ φύγῃ καῖ θὰ μείνῃ μαγκούφης δίχως γεροκόμιˬο νὰ χτυπάῃ τὸ ξερό του Α. Ταρσούλ., ἔνθ᾽ ἀν. || ᾎσμ. Μὰ θέλεις κιˬ ὅλους τοὺς δικοὺς νὰ μπαίνουν καὶ νὰ βγαίνουν, ἄλλοι νὰ βγαίνουν ᾽ς τὸ γιˬατρὸ κιˬ ἄλλοι τὰ γεροκόμιˬα (Μοιρολ.) Λευκ. 3) Ὁ μικρότερος υἱὸς τῆς οἰκογενείας, ὅστις θὰ ἀναλάβῃ κατὰ τὰ κρατοῦντα ἔθιμα τὴν περιποίησιν τῶν γονέων εἰς τὰ γηρατεῖα των Στερελλ. (Λιδορίκ) 4) Γέρων ἀνίκανος πρὸς ἐργασίαν καὶ ἔχων ἀνάγκην τῆς φροντίδος τῶν ἄλλων Ἤπ. (Ξηροβούν. Πλατανοῦσ. Πωγών. κ.ἀ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Κίτ. Κυνουρ. Μάν. Τριφυλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀχυρ. Ὑπάτ. Φθιῶτ. Φωκ.): Ἔχω τὸν ἄντρα μ᾽ ἄρρωστο· ἔγινε κακὸ γεροκόμ᾽ Πωγών. Ἀμ᾽ τί; θὰ σ᾽ ἔχω γιὰ γεροκόμιˬο; Νὰ πᾷς νὰ δουλέψῃς Βούρβουρ. Ἔχω κἀνὰ δυˬὸ γεροκομιˬὰ ᾽ς τὸ σπίτι μου καὶ μοῦ ᾽χει βγῆ ἡ Παναγία Τριφυλ. Νέος εἶσαι σὺ ἢ γεροκόμι; Κίτ. Μάν. Εἴμαστι ὅλ᾽ γιρουκόμιˬα ᾽ς τοὺ σπίτ᾽ Πλατανοῦσ. Ἔχου δυˬὸ γιρουκόμιˬα γιˬὰ φύλαμα αὐτόθ. Τ᾽ ἀλλουτσ᾽νὸ τοὺ γιρουκόμ᾽ ἤθιλι νὰ παντριφτῇ (ἀλλουτσι᾽νὸ = ὁ εἰς ἄλλην ἐποχὴν ἀνήκων, ὁ παλαιὸς) Αἰτωλ. Νὰ πᾷς νὰ πιάσῃς δουλειˬὰ καὶ νὰ μὴ θαρῇς πὼς θὰ σὲ βάλουμε γιˬὰ γεροκόμιˬο Κυνουρ. Γί᾽κα γιρουκόμ᾽ , πιδὶ μ᾽, τὠρα! Ἀχυρ. Γί᾽ κι ντὶπ γιρουκόμ᾽ οὑ μπάρμπας! αὐτόθ. β) Ἀσθενικὸν καὶ γηραλέον πρόβατον μὴ δυνάμενον νᾶ ἀκολουθήσῃ τὸ ὑπόλοιπον ποίμνιον Ἤπ. (Πωγών. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἀχυρ. Κολάκ. κ.ἀ.): Ἔχου πουλλἀ γιρουκόμια σπίτ᾽ μ᾽ σήμιρα! Ἀχυρ. Ἔχεις πουλλὰ χοντρικά; Ἔχω δυˬὸ τρία γιρουκόμιˬα (χοντρικὰ = μεγάλα ζῷα, ὡς βόες, ἵπποι, ἡμίονοι) Πωγών. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Μάν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/