ἀναποδοβαγίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναποδοβαγίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναποδοβαγίζω, ἀναπουδουβαΐζου Εὔβ.(Στρόπον.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀνάποδα καὶ τοῦ ρ. βαγίζω.
Σημασιολογία
Ἀλλάζω διεύθυνσιν, μεταβάλλω κοίτην, ἐπὶ ποταμοῦ, (ὅταν οὗτος συναντήσῃ κώλυμα εἰς τὴν κοίτην του): Ἀναπουδουβαΐζ᾿ τοὺ πουτάμ’.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA