γεροκόμισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροκόμισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεροκόμισμα τό, Ἀθῆν. Κρήτ. Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.) γιρουκόμ᾽σμα Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βέρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γεροκομίζω, ὃ παρὰ τὸ γεροκομῶ.

Σημασιολογία

Ἡ περὶ τῶν γερόντων φροντἰς, ἡ περιποίησις γέροντος ἔνθ᾽ ἀν.: Τί θὰ τὴν κάνῃς τὴ μάννα σου, ὅταν θά ᾽ναι γιˬὰ γεροκόμισμα; Ἀθῆν. Ἀρρὠστησε καὶ κρεββατώθηκε ἡ μάννα μου κ᾽ εἴναι τώρα γιˬὰ γιρουκόμισμα Γαργαλ. Οἱ παπποῦδις θέ᾽νι γιρουκόμ᾽σμα. Ποιός θὰ τ᾽ς ἀναλάβ᾽; Ἄκρ. Πῆγιν ζ᾽ gόρη τ᾽ς γιˬὰ γιρουκόμ᾽σμα κὶ δὰ τ᾽ς γράψ᾽ τοὺ μαγαζὶ παναθιˬό τ᾽ς (θὰ τῆς κληροδοτήσῃ τὸ μαγαζὶ) Βέρ. Συνών. γεροκόμι 2, γεροντοκόμισμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/