ἀναποδογεννημένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναποδογεννημένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναποδογεννημένος ἐπίθ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀνάποδα καὶ τοῦ γεννημένος μετοχ τοῦ ρ. γεννῶ.

Σημασιολογία

1) Ὁ γεννηθεὶς ἀνάποδα, δηλ μὲ τοὺς πόδας πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ ὄχι μὲ τὴν κεφαλὴν ὡς εἶναι φυσικὸν ἔνδ’ ἀν. 2) Μεταφ. διεστραμμένος, κακὸς Πελοπν. (Λακων.) Σύ, παιδί μου, εἶσαι ἀναποδογεννημένος! Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνάποδος Α5

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/