γεροκομῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροκομῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεροκομῶ σύνηθ. γεροκομάω Ἤπ. (Ξηροβούν.) γεροκομοῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γεροκομῶ μα Τσακων. (Χαβουτσ.) γεροκομοὺρ ἔνι Τσακων. γεροκομάου πολλαχ. γιρουκουμῶ Ἀλόνν. γιρουκουμάου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γιρουγκ᾽μάου Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἀόρ. ἐγεροκομῆκα Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. γηροκομῶ. Πβ. καὶ γεροντοκομῶ.
Σημασιολογία
1) Τρέφω καὶ περιποιοῦμαι γέροντας, κυρίως τοὺς γονεῖς, ἀλλὰ καὶ ἄλλους γέροντας συγγενεῖς ἢ ξένους σύνηθ. καὶ Τσακων.: Ἡ Καν-τινιˬὼ ἔχει δυˬὸ γριές, τὴ μάννα της καὶ τὴ θειά της, ποὺ τὶς γεροκομἀει Πελοπν. (Γαργαλ.) Ποιˬός θὰ σὲ γεροκομᾷ, ὅdε θὰ γερἀσῃς; Κρήτ. Τὰ πιδιˬᾶ σ᾽ φύβγαν! Ποˬιός θὰ σὶ γιρουκουμήσ᾽ Στερελλ. (Κολάκ.) Τούνι γιρουγκόμ᾽σα τοῦ bιθιρὸ μ᾽ ἰγὼ ὄπους ἔπριπι Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἔχει καλὰ παιδιὰ καὶ θὰ dόνε γεροκομήσουνε Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Παίρνει σώγαbρο γιˬὰ νὰ τόνε γεροκομήσουνε Πελοπν. (Κλειτορ.) Γεροκομε͜ιόμαστε μὲ τὴ γριά μου Πελοπν. (Βούρβουρ.) Τσίρε θὰ μὶ γεροκομήσ᾽; (ποιός θὰ μὲ γεροκομήση;) Τσακων. (Χαβουτς.) Ἐτίου ποῖε θὰ ντὶ γεροκομίῃ; (ἐσένα ποιός θὰ σὲ γεροκομήσῃ;) Τσακων. Ἐζοὺ νι ἐγεροκομῆκα (ἐγὼ τὸν ἐγεροκόμησα) αὐτοθ.|| ᾌσμ. Ἰσὴ θέλεις τοὺ ἰταἰρι σου νὰ παίξῃς, νὰ γελὰσῃς κ᾽ ἐγὼ θέλω τοὺ ἰταίρι μου νὰ γιρουκουμηθοῦμι Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἐβάστουν πάντα τὸν θεόν, γιˬὰ τοῦτον τὰ παιδιˬά μου ἀνάγιˬωσά τα μιˬὰ χαρά, ποὺ μὲ γεροκομοῦσιν (ἀνάγιˬωσά τα = τὰ ἀνέθρεψα) Δ. Λιπέρτ., Τζιυπριώτ. Τραούδ., 3, 92. - Ποίημ. Πᾶμε ᾽ς τὸ κρεββατάκι μου | νὰ σὲ γεροκομήσω δὲν θέλω νὰ σ᾽ ἀφήσω Α. Βαλαωρ., Ἔργ. 2, 84 β) Περιποιοῦμαι γέροντα μοναχὸν μὴ δυνάμενον νὰ περιποιῆται ἑαυτὸν Ἅθ.: Ἐγὼ θὰ σὲ γεροκομήσω κὶ δὲ θὰ σ᾽ ἀφήσω νὰ πᾷς ᾽ς τὸ γεροκομεῖο. 2) Συντηρῶ τινα μὴ ἐργαζόμενον ἕνεκα ἡλικίας ἢ ἀσθενείας ἤ καὶ ὀκνηρίας Πελοπν. (Γέρμ. Κυνουρ. κ.ἀ.) : Κακόμοιρα, νὰ μ᾽ ἀκοῦτε ὅ,τι λέω, γιατὶ ἀλλιῶς δὲν ἔχω ὄρεξη νὰ σᾶς γεροκομάω (πρὸς παιδία). Γιˬατὶ δὲ δουλεύεις; Νὰ σὲ γεροκομοῦμε θέλεις (πρὸς παιδίον ὀκνηρὸν) Γέρμ. β) Διατρέφω γηραλέον καὶ ἀσθενικὸν ζῷον Πελοπν. (Κυνουρ.): Ἄιντε τὠρα, νά ᾽χῃς σκοτοῦρες καὶ νὰ γεροκομᾷς καὶ τὸ παλιομούλαρο. 3) Ἀμτβ. διέρχομαι τὴν γεροντικὴν ἠλικίαν περιποιούμενος ἐμαυτὸν Π. Νιρβάν., ἔνθ᾽ ἀν.: Δέν παντρεύομαι ἐγώ, πατέρα! Ἐγὼ θὰ γηροκομήσω μὲ τὸ Κυρατσώ. Τά ᾽χομε εἰπωμένα!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA