βράστη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βράστη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βράστη ἡ, Κάρπ. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. ἰβράστη Λυκ. (Λιβύσσ.) βράστα Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) βραστὰ Καλαβρ. (Μπόβ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βραστός. Ἡ λ. καὶ μεσν. Τὸ βράστα κατὰ τὸ ζέστα, τὸ δὲ βραστὰ κατ᾿ ἐπίδρασιν τῶν ὀξυτονουμένων εἰς -ὰ Ἰταλικῶν οὐσ., οἷον infermitὰ, libertὰ, malignitὰ κττ.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Πυράκτωσις ἰδίως μετάλλου Κάρπ.: Παροιμ. φρ. ’Πάνω ᾽ς τὴ βράστη κολλᾷ τὸ σίερον (διὰ τὴν σημ. ἰδ. βράσι 2). 2) Θερμότης, καύσων Κάρπ. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ.: Ἀρκίνησεν νὰ ᾿πολαχανιˬάζῃ ’ποὺ τὴν βράστην Κύπρ. Ἔβρασιν ἡ ράχι του κ’ ἰγύριβγιν νήσκιˬουν νὰ κάτσῃ γιˬὰ νὰ φυλαχτῇ ἀπ᾿ τοῦ νήλιου τὴν ἰβράστην Λιβύσσ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Θανατ. Ρόδ. στ. 517 (ἔκδ. GWarner σ. 48) «χάνει καὶ ἀπολένει τον εἰς κρύον κ’ εἰς τὴν βράστην». Συνών. ζέστη. 3) Πυρετὸς Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Ρόδ. Σύμ.: Ὁ ἄρρωστος ἔχει πολλὴν βράστην Ρόδ. Τὸνε τσάκωσε πάλιν ἡ βράστη αὐτόθ. Τὸ μωρὸν τὸ ἄφησε ἡ βράστη Κύπρ. 4) Φυλακὴ (ἐκλαμβανομένη ὡς μέρος θερμὸν) Κύπρ.: Ἐκάτσαν τον ᾽ς τὴν βράστην. Β) Μεταφ. 1) Γενετήσιος ὀργασμός, ἐπιθυμία πρὸς συνουσίαν Κύπρ.: Ἔει πολ-λὴν βράστην. 2) Τὸ ὀξύτατον σημεῖον καταστάσεώς τινος, ἀκμὴ Κύπρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. πβ. Ἀχιλλ. στ. (162 ἔκδ. Hesseling) «βράστη τοῦ πολέμου». Πβ. βράσι, βρασιˬά, βρασίλα, βράσιμο, βρασίος, βράσμα, βρασμός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/