γερόκορμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερόκορμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γερόκορμος ὁ, ἐπιθ. ἐνιαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γερὸς καὶ τοῦ οὐσ. κορμί.
Σημασιολογία
Ὀ ἔχων ὑγιὲς σῶμα: Κανένας σφουγγαρὰς δὲ μένει γερόκορμος Ν. Ἑστ. 18 (1935), 713. Συνών. γερόσωμος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA