γερόκοττα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερόκοττα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γερόκοττα ἡ, σύνηθ. γιρόκουττα Στερελλ. (Μύτικ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θεμ. γερο- καὶ τοῦ ούσ. κόττα.

Σημασιολογία

Ὄρνις μεγάλης ἡλικίας ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔσφαξα νιˬὰ γερόκοττα καὶ τὴν ἔκανα βραστὴ γιˬὰ ν᾽ ἀποκρέψουμε Πελοπν. (Γαργαλ.) Δυˬὸ γερόκοττες κ᾽ ἕνα gόκορα τὰ λαιμοπίνιξε ἡ ἀλουποῦ Πελοπν. (Βερεστ.) || Παροιμ. Ὅσ᾽ ἀξίζει μιˬὰ γερόκοττα δέν ἀξίζουν σαράdα πουλλακίδες (ἐπὶ γυναικὸς ὠρίμου, ἡ ὁποία εἶναι προτιμοτέρα πολλῶν νεωτέρων διὰ τὴν σύνεσιν ἢ τὴν πεῖραν, ἰδίως περὶ τὰ ἐρωτικὰ) Πελοπν. (Ξηροκ.) Μιὰ γερόκοττα ἀξίζει γιˬὰ δέκα πουλλακίδες (συνών. πρὸς τὴν προηγουμένην) Πελοπν. (Μεσσην.) Πλε͜ιότερες πουλλακίδες σφάζουdαι πέρι γερόκοττες (πέρι== παρά· περισσότεροι νέοι πεθαίνουν, ἐπειδὴ εἶναι ἀπρόσεκτοι εἰς ζητήματα ὑγιεινῆς, παρὰ γέροντες) Πελοπν. (Γαργαλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/