ἀναποδογυρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναποδογυρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναποδογυρίζω κοιν. ἀναποδοϋρίζω Νάξ. (’Απύρανθ.) κ. ἀ. ἀναπουδουγυρίζου βόρ. ἰδιώμ. ’ναποδογυρίζω Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀνάποδα καὶ τοῦ ρ. γυρίζω.
Σημασιολογία
1) Στρέφω τὴν κεφαλὴν ἢ τὴν ἄνω ἐπιφάνειαν πρὸς τὰ κάτω, γυρίζω τὰ ἄνω πρὸς τὰ κάτω, ἀναστρέφω κοιν. : Ἀναποδογυρίζω τὴ βάρκα-τὸ πιˬάττο-τὸ ποτήρι-τὸ τραπέζι κττ. Ἀναποδογυρίζεται ἡ βάρκα καὶ πέφτουν ὅλοι ᾿ς τὴ θάλασσα κοιν. ᾿Αναποδοϋρισμένα ᾽ναι ᾿κεῖ χάμαι ὅλα τὰ σκαμνιˬὰ ’Απύρανθ. ǁ ᾎσμ. Νά ’ταν βουνὸν ἐγκρέμουν το, δέντρο ξερρίζωνά το, νά ’ταν καὶ πετροκάραβο, ᾽ναποδογύριζά το Ροδ. Συνών. ἀνακατωγυρίζω, ἀνακολώνω Α 3, *ἀνακουκουλλιˬάζω, *ἀνακουκουλλώνω. Καὶ ἀμτβ. ἀναστρέφομαι, ἀνατρέπομαι κοιν.: Ἀναποδογύρισε τὸ ἀμάξι-τὸ καΐκι. ᾿Αναποδογύρισε ἡ βαρέλλα καὶ χύθηκε τὸ κρασί. ᾿Αναποδογύρισε τὸ τσουκάλι καὶ χύθηκε τὸ φαει β) Σκάπτω, ὀργώνω Λεξ. Δημητρ. : Ἀναποδογύρισα τὸ χωράφι νὰ τὸ σπείρω Συνών. ἀναχύνω. γ) ’Ανασκάπτω Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τοὺν ἀναπουδουγύρ’σαν οἱ ἀναβουλεˬοὶ τοὺν κῆπον μ᾿. 2) Φέρω ἄνω κάτω πᾶν τὸ προστυχόν, θέτω εἰς ἀταξίαν Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Νάξ.(᾿Απύρανθ.)-Κορ. ᾿Ατ. 4,14: Ἐναποδοΰρισα ὅ,τι κιˬ ἂν ἤτονε μέσ᾿ ᾿ς τὸ σπίτι, μὰ δὲ dὸ ’βρηκα Ἀπύρανθ. Συνών. ἀνακατώνω Α 3, φρ. κάνω ἄνω κάτω. 3) Ἀφανίζω, καταστρέφω Λεξ. Κορ. Ἄτ. 4,14 Αἰν.Δημητρ.: Ὁ σεισμὸς ἀναποδογύρισε τὴν πολιτεία Λεξ. Δημητρ. Ἔπεσε καταπάνω ’ς τὰ χωριˬὰ ἥ Ἄρβανιτιˬὰ καὶ τ᾿ ἀναποδογύρισε αὐτόθ. 4) Ματαιώνω Κρήτ. Ἀναποδογύρισα τὴ δουλε͜ιά. 5) Ἀμτβ. μεταβάλλομαι πολλαχ.: Τὰ πράγματα ἀναποδογυρίζουν ΔΚαμπούρογλ. ᾿Αθηναϊκ. διηγ. 3. Ἀναποδογύρισαν οἱ συνήθειές μας Λεξ. Δημητρ. Πβ. ἀναποδιˬάζω, ἀναποδογέρνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA