γεροκουκούλωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροκουκούλωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεροκουκούλωμα τό, Θρᾴκ. (Σαρ. Ἐκκλ.) – Χρ. Παπαχριστοδ., Θρᾳκ. ἠθογραφ. 3, 38.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ. κουκούλωμα.

Σημασιολογία

Ὁ μεταξύ ἀτόμων προκεχωρημένης ἠλικίας γάμος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔ παππᾶ, αὐτὰ ἔχ᾽να τὰ γεροπαντρέματα, τὰ γεροκουκουλώματα... μασκαριλίκι, μὰ χρειαζούμενο Χρ. Παπαχριστοδ., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/