ἀρκουδερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρκουδερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρκουδερὸς ἐπίθ. Θήρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρκούδα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ.-ερός.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ καλῶς ψηθεὶς ἢ βράσας, δυσέψητος, δύσεφθος: Ἀρκουδερὸ ἔγινε τὸ φάβα. Πβ. ἀρκούδα 6.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA