ἀναποδομο͜ιάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναποδομο͜ιάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναποδομο͜ιάζω, ἀναbουδουμο͜ιάζου Θεσσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάποδος καὶ τοῦ ρ. μο͜ιάζω.
Σημασιολογία
Γίνομαι ζωηρός, ἄτακτος: Βλέπου ἀναbουδούμο͜ιασις!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA