ἀνάποδος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάποδος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνάποδος ἐπίθ. κοιν. καὶ Ποντ (Κερασ.) ἀνάπουδους βόρ. ἰδιώμ ἀνάποος Κύπρ. (καὶ ἀνάποδος) Νίσυρ. Χίος ἀνάποdο Ἀπουλ. ἀνάποτο Ἀπουλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. πόδι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ ἔχων τὴν κορυφὴν κάτω καὶ τὴν βάσιν ἄνω, ἀντεστραμμένος σύνηθ. καὶ Ἀπουλ.: Τέντζερης ἀνάποδος. Ποτήρι ἀνάποδο. Σκάφη ἀνάποδη σύνηθ. ǁ Φρ. Τὰ βλέπει τὰ πράματα ἀνάποδα (δὲν τὰ ἀντιλαμβάνεται ὀρθῶς) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) Τοῦ ἦρθε ἀνάποδο (ἔνν. τὸ πρᾶμα, τοῦ κακοφάνηκε) Λεξ. Βλαστ 506 ǁ Παροιμ. Ἀνάποδα φορτώματα μὲ τὰ κεφάλιˬα κάτω (ἐπὶ γεγονότος παραδόξου ἢ ἐπὶ μεγάλης ἀκαταστασίας) Ἤπ.-Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Πορτ. Συνων. ἀνάδιπλος 1, ἀνάστροφος. β) Τὸ θηλ. ἀνάποδη κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ. μερεˬά, ἡ ὀπισθία, ἡ ἐσωτερική, ἡ ἀντίστροφος ὄψις πράγματός τινος κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν κυρίαν, τὴν ἐξωτερικὴν ἢ προσθίαν, συνήθως ἐπὶ ὑφασμάτων καὶ ἐνδυμάτων κοιν.: Τὸ ὕφασμα ἔχει καλὴ κιˬ ἀνάποδη ἢ εἶναι τὸ ἴδιˬο ἀπ᾿ τὴν καλὴ καὶ τὴν ἀνάποδη. Φορῶ τὸ ροῦχο-τοὶς κάλτσες ἀπ᾿ τὴν ἀνάποδη (ἀντεστραμμένα). Γυρίζω τὸ φόρεμα ἀπ᾿ τὴν ἀνάποδη κοιν. Ἔρραψεν τὸ ροῦχον ᾿ποὺ τὴν ἀνάποδην Κύπρ. Τὸ φόρεμα εἶναι τῆς ἀνάποδης ἔτσι, δὲν εἶν᾽ τῆς καλῆς Πελοπν. (Βούρβουρ.) ǁΦρ. Τὸ παίρνω ἀπὸ τὴν ἀνάποδη (τὸ παρεξηγῶ). Τὰ βλέπω τὰ πράματα ἀπὸ τὴν ἀνάποδη (ὄχι. ὀρθῶς. ἀλλ᾽ ἐσφαλμένως) κοιν. Δὲν ἔχει οὔτε ὀρθὴ οὔτε ἀνάποδη (ἐπὶ τοῦ δυσκόλως συμφωνοῦντος πρὸς τοὺς ἄλλους ἢ ἐπὶ τοῦ ἔχοντος ἄστατον χαρακτῆρα) Ἤπ. Δὲν ἔ’ μηδὲ καλὴ μηδὲ ἀνάπουδ’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Σάμ Δὲν ἔ’ ὄψ᾽ κιˬ ἀνάπουδ’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Θεσσ. (Ζαγορ.) Δὲ μὲ κατέεις ἀπὸ τὴν ἀνάποδη! (δὲν μὲ γνωρίζεις ποῖος εἶμαι ὅταν ὀργισθῶ! ᾿Απειλὴ) Κρήτ. Θὰ σοῦ τὰ πῶ ἀπ᾿ τὴν καλὴ κιˬ ἀπ’ τὴν ἀνάποδη (θὰ σοῦ εἴπω τὴν ὰλήθειαν ὅσον καὶ ἂν σοῦ εἶναι δυσάρεστος) Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Τοῦ ’δωσε μιˬὰ ἀνάποδη (ράπισμα μὲ τὸ ὀπισθέναρ τῆς χειρός. Συνών. φρ. τοῦ ᾽δωκε μιˬὰ ἀνάζερβη (ἰδ. ἀνάζερβος 1) καὶ συνών. λ. ἀναποδοχεριˬά) πολλαχ. Θὰ τὸ πάρῃς ἀπ’ τὴν ἀνάποδη (ποτέ, οὐδέποτε) Μακεδ. (Θεσσαλὸν.) ǁ Παροιμ. ’Αποπίσω ἀπὸ τὴν ὀρθὴ εἶναι ἡ ἀνάποδη (πᾶν καλὸν ἔχει καὶ τὴν δυσάρεστον ὄψιν καὶ τὰνάπαλιν. Πβ. παλαιὸν «οὐδὲν κακὸν ἄμεικτον καλοῦ». Ἠ παροιμ. ἐν παραλλαγαϊς πολλαχ.) Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. ᾿Αντίθ. καλὴ (ἰδ. καλός), ὀρθὴ (ἰδ. ὀρθός), ὄψι. 2) Ἀκατάστατος, εὐμετάβλητος, ἐπὶ καιροῦ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Ἀνάποδος καιρὸς σύνηθ. Συνων ᾿νεκατεμένος (ἰδ. ἀνακατεύω Β 4), ἀνακατωμένος (ἰδ. ἀνακατώνω). 3) Ὁ οὐχὶ κατ᾿ εὐχὴν ἐπερχόμενος ἣ διαρρέων, ὁ φέρων ἀτυχίας, ἀντίξοος, ἀτυχὴς κοιν.: Ἀνάποδος μῆνας-χρόνος Ἀνάποδη ἡμέρα-ἑβδομάδα κοιν. Τρίτη καὶ Παρασκευὴ ἔν᾿ ἀνάποδες (πρόληψις) Πελοπν. (Οἰν.) ǁ Φρ. Τὴν κακή σου καὶ τὴν ἀνάποδή σου! (ἐνν. ἡμέραν ἢ ὥραν. Συνών. ἀρὰ τὴν κακή σου καὶ τὴν ψυχρή σου!) πολλαχ. Ἄ δὲν ἐρχόνταν καὶ οἱ ἀνάποδες! (ἐνν. ἡμέρες. ’Επὶ τῶν παρουσιαζομένων ἀντιξόων περιστάσεων) Ἰόνιοι Νῆσ Κακός, ψυχρὸς κιˬ ἀνάποδος (λέγεται κατὰ τὴν προσέλευσιν προσώπου χαρακτηριζομένου ὡς κακοῦ οἰωνοῦ ἢ ὁπωσδήποτε ἀνεπιθυμήτου) πολλαχ. Εἶναι ’ς τὴν ἀνάποδἠ του (ἐνν. ὥραν ἢ στιγμὴν κττ. Ἐπὶ τοῦ δυσθύμου. Συνών. φρ. εἶναι ᾿ς τὸ κακό του φεγγάρι, εἷναι ᾽ς τοὺς καπνούς του) Πελοπν. (Λάκων.) Τοῦ ’ρθε μιˬὰ ἀνάποδη (ἐνν. ἡμέρα, ὥρα κττ. ᾿Επὶ ἀπροόπτου ἀτυχήματος) Ἤπ. ǁ Παροιμ. φρ. ᾿Ανάποδος χρόνος, δεκατρεῖς μῆνες (ὅταν ὁ χρόνος τῆς δυστυχίας φαίνεται μακρότερος ἀπ’ ὅ,τι πραγματικῶς εἶναι καὶ γενικώτερον ἐπὶ κακῶν περιστάσεων. Διὰ τὴν χρῆσιν τῆς φρ. ἔχει σημ. καὶ ὁ ἀριθμὸς δεκατρεῖς θεωρούμενος ὡς ἀπαίσιος) πολλαχ. Ἀνάπουδους χρόνους δικατριάμ’σ’ φιgάριˬα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Σάμ. ǁ Παροιμ. Ὅλα τοῦ γάμου ἀνάποδα κ᾽ ἡ νύφη γγαστρωμένη (ἐπὶ νέας ἀτυχίας προστιθεμένης εἰς τὰς ἤδη ὑπαρχούσας) Αἴγιν. κ. ἀ. Συνών ἀναbλεμένος (ἰδ. *ἀναμπλέκω 1), ἀναποδιˬασμένος (ἰδ. ἀναποδιˬάζω Β 1). β) Ὁ οὐχὶ κατ’ εὐχὴν συντελούμενος, γινόμενος κοιν. : ᾿Ανάποδη δουλε͜ιά. Ἡ δουλε͜ιὰ ἦρθε ἀνάποδη. 4) Δύσβατος Σύμ. κ. ἀ.-Λεξ. Πρω. : ’Ανάποδος δρόμος Λεξ. Πρω Ἀνάποδον μέρος Σύμ. Συνών. ἄβολος Α 1, ἀδέξιˬος (Ι) 2 γ, κακόβολος. β) Ὁ μὴ παρέχων εὐκολίαν, δύσχρηστος Λεξ. Πρω.: Ἀνάποδο σπίτι. 5) Δύστροπος, κακότροπος, σκαιός, ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων κοιν. καὶ Ποντ. (Κερασ.): Ἀνάποδος ἄνθρωπος. Ἀνάποδη γυναῖκα. Ἀνάποδο παιδὶ κοιν. ᾿Ανάποδος ἕν’ τ᾽ ᾿ὲν κάμνει μὲ κἀνένα Κύπρ Μισταρκός ἀνάποδος αὐτόθ. Ἀνάποδο μουλάριΠελοπν. ᾿Ανάποδο κοπάδι ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,15. Ζῷου ἀνάπουδου Μακεδ. (Χαλκιδ.) ǁ ᾎσμ. Ἀνάποην μὲ λέουνε, γιˬατ᾿ εἶμαι κατσουφιˬάρα καὶ δὲ γελῶ, δὲ χαίρομαι, μόν’ εἶμαι μιˬὰ τρομάρα Νίσυρ. Συνών. ἀβόλευτος 2, ἄβολος Β 1, ἀμπάλατος, ἀναbλεμένος (ἰδ. *ἀναμπλέκω 2), ἀναποδιˬάρις 1, ἀναποδιˬασμένος (ἰδ. ἀναποδεάζω Β 2), ἀναποδογεννημένος 2, μιˬαρός, παράξενος, στριμμένος (ἰδ. στρίβω). β) Ζωηρός, ἄτακτος, ἀπειθάρχητος Κρήτ. Μακεδ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) κ. ἀ.: Παιδὶ ἀνάποδο Κρήτ. Λακων. Μαν γ) Ὁ διεστραμμένος τὸν νοῦν Πελοπν.(Ἦλ.): Ὁ ἀνάποδος ᾽ς τὰ χιˬόνιˬα καὶ τ᾿ ἀλάτι ’ς τὴ φωτιˬὰ (ἐπὶ τοῦ ἐνεργοῦντος ἐναντίον τοῦ ἰδίου συμφέροντος ὡς ὁ ὁδοιπορῶν πιπτούσης χιόνος ἢ ὁ ρίπτων ἅλας εἰς τὴν πυράν, ὅπερ δύναται νὰ τὸν βλάψῃ). Ἡ σημ. καὶ παρὰ Πορτ δ) Μωρὸς Λέσβ.: Λόγιˬα ἀνάπουδα. Συνών. ἄλαλος, ἀνόητος, ἄνους, ἄπραγος, βλᾶκας, κου-τός,μουρλός,παλαβός. 6)Ὁ οὐχὶ ἀμέπτου ἠθικῆς, ἀνήθικος Πελοπν. (Μαν.) Χίος: Αὐτὴ εἴναι ἀνάποδη Μάν. 7) ᾿Ανίκανος πρὸς ἔργον τι Ζάκ. Θήρ. Κρήτ Ποντ (Κερασ.) : ᾿Ανάποδος εἶσαι γιˬὰ ὅπο͜ια δουλε͜ιὰ κιˬ ἂν εἶναι Κρήτ Συνών. ἀδέξιˬος (Ι) 2, ἀνάξιος 1. Β) Οὐσ. 1) Μικρόσωμος δαίμων παρευρισκόμενος παντοῦ ὅπου ὑπάρχει συγκέντρωσις ἀνθρώπων καὶ εἰσερχόμενος εἰς τὴν κοιλίαν τοῦ χασμωμένου ἢ πίνοντος ὕδωρ καθ᾿ ἣν στιγμὴν τύχῃ νὰ βλασφημήσῃ ἄλλος τις ἀπορροφᾷ τὸ αἶμα του Πελοπν.(Ἦλ.) 2) Τὸ οὐδ. ἀνάποδο, σημεῖον σχήματος νῦ ἀντιστρόφου (Λ) σχηματιζόμενον διὰ τομῆς εἰς τὰ ὦτα τῶν αἰγοπροβάτων Σκῦρ 3) Ὑπὸ τὸν τύπ. τ᾽ ἀνάποδο τῆς γῆς, ὁ καρκίνος Στερελλ. (Μεσολόγγ.) καὶ μεταφ. ὡς φρ. ἐπὶ τοῦ πονηροῦ καὶ τοῦ διεστραμμένον ᾿Αθῆν. Ἤπ. 4) Ὑπὸ τὸν τύπ. τ᾽ ἀνάποδο τῆς λίμνης, ἡ καραβὶς Ἤπ. Ἡ λ. καὶ ὡς ὄν. ποταμοῦ ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀνάποδος Θεσσ. (Τρίκκ.) Ἀνάποδο Ποτάμι Μέγαρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA