ἀχερίστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχερίστρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀχερίστρα ἡ, Θρᾴκ. (Μέτρ. Στέρν.) Κρήτ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) ἀχιˬουρίστρα Ἄνδρ. (Κόρθ.) Πληθ. ἀχυρίστρες Θρᾴκ. (Μυριόφ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄχερο καὶ τῆς καταλ. -ίστρα.
Σημασιολογία
1) Μέρος τοῦ ἁλωνίου ὅπου πίπτουν τὰ ἄχυρα κατὰ τὸ λίχνισμα Θρᾴκ. (Μέτρ.) Κρήτ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Συνών. ἀλωνίστρα 2, *ἀχερμιˬὰ 1, λιχνίστρα. 2) Σωρὸς ἀχύρων ἐν τῷ ἁλωνίῳ κατὰ τὸ λίχνισμα Θρᾴκ. (Μέτρ.) Συνών. *ἀχερμιˬὰ 2. 3) Φάτνη Ἄνδρ. (Κόρθ.) Συνών ἀχεριˬάστρα. 4) Μεταφ. ὁ γαλαξίας Θρᾴκ. (Μυριόφ. Στέρν.) Συνών. ἀχερόδρομος, ἄχερα τοῦ παππᾶ, τοῦ κουμπάρου τ’ ἄχερα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA