βραχιˬόνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραχιˬόνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βραχιˬόνι τό, Καππ. (Σινασσ.) Κέρκ. Νάξ. Ρόδ. κ.ἀ. βραχέν’ Καππ. (Ἀραβάν.) βραιˬόνι Καλαβρ. (Μπόβ.) βρανιν Πόντ. (Κερασ.) βραιˬόν’ Καππ. (Ἀνακ. Φερτ.) βροόνι Καππ. (Φάρασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. βραχιόνιον.
Σημασιολογία
1) Βραχίων ἔνθ᾽ ἀν.: Μὲ τέτο͜ια βραχιˬόνιˬα ποῦ ’χει μπορεῖ νὰ φτάκῃ καὶ πουλεˬὸ ψηλὰ (πουλεˬὸ = πεˬὸ) Κέρκ. || ᾌσμ. Βγάζω καὶ δίνου του ξυλεˬὰν ἀπάνω ᾿ς τὸ βραχιˬόνι Ρόδ. Ἄν σὲ δείξω τὴν τέντα μου, πολὺ θενὰ τρομάξῃς, ὡς κλώθει ὁλοπράσινα καὶ μέσα ροχιασμένα, ὡς κλώθουν τὰ τεντώματα παλληκαριˬοῦ βραχιˬόνιˬα Σινασσ. Συνών. βραχίονας 1. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ζάκ. 2) Βραχιόλιον Νάξ. Συνών. βραχιˬόλι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA