βραχνᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραχνᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βραχνᾶς ὁ, βαρυπνᾶς Κύπρ. Μακεδ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. βαρυχνᾶς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κρήτ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Πόντ. (Ἰνέπ.) Χίος κ.ἀ. βαρυχνιˬᾶς Θρᾴκ. (Αἶν.) βαραχνᾶς Σύμ. βραχνᾶς σύνηθ. βραχνιˬᾶς Κρήτ. – Λεξ. Δημητρ. ἀβραχνᾶς Κάσ. κ.ἀ. βραγνιˬᾶς Πελοπν. (Καλάβρυτ.) βραφνᾶς Ἀντικύθ. Κρήτ. ἀριφνᾶς Ρόδ. σβαρυχνᾶς Χίος βραχνὸς Κύθηρ. Λέσβ. σβάραχνους Θρᾴκ. (Αἶν.) σβραχνᾶς Δαρδαν. Ἤπ. Σάμ. -Λεξ. Δημητρ. βαραχτᾶς Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Σινασσ.) γαρυπνᾶς Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. βαρυχνᾶς, ὃ ἐκ τοῦ βαρυπνᾶς ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαρύς, τοῦ οὐσ. ὕπνος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ᾶς. Πβ. Εὐστάθ. 561. 8 «τοῦτο δὲ [τὸν ἐφιάλτην] ὁ χυδαῖος ἄνθρωπος βαρυχνᾶν λέγει». Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Πβ. καὶ JKalitsunakis Μittel-neugr. Erklӓr. 18 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἀφυπνιζόμενος εὐκόλως, ὁ βαθέως κοιμώμενος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Συνών. βάρυπνος 1. 2) Πάθος ἀποπνικτικὸν ἐπερχόμενον ἐν ὕπνῳ ἕνεκα βάρους τοὺ στομάχου, δυσπεψίας καὶ ἄλλων αἰτίων, ὁ τῶν ἀρχαίων ἐφιάλτης ἢ ἠπίαλος ἢ πνιγαλίων (ὁ λαὸς πολλαχοῦ πιστεύει ὄτι τὸ πάθος τοῦτο προκαλεῖ δαίμων τις καθήμενος ἐπὶ τοῦ στήθους, ὅστις ἐμφανίζεται ὡς μικρὸν παιδίον ἢ νεανίας ἢ ὡς δασύτριχος καὶ δυσειδὴς γυνὴ ἢ ὡς μάγισσα κττ.) σύνηθ.: ᾎσμ. Ὄντας ἔρχεσ’, ἀβραχνᾶ, | ἀπὸ τὴν ἀνεκαπνά, μέτρα τ’ ἄστρα τ᾽ οὐρανοῦ | καὶ τὰ φύλλα τοῦ δεντροῦ (ἀνεκαπνὰ = καπνοδόχος) Κάσ. Συνών. ἀπομόριˬα, βαρὺς Β 2, ἐφιάλτης. 3) Φάντασμα πρὸς ἐκφοβισμὸν τῶν παιδίων Χίος. Συνών. βρικόλακας, σκιˬάχτρο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA