βραχνερὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραχνερὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
βραχνερὰ ἐπίρρ. ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. Χρόν. 111 - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βραχνερός.
Σημασιολογία
Βραχνὰ, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἡ χήρα σκύβει γιˬὰ στερνὴ φορὰ κιˬ ἄγρια καὶ βραχνερά τὴν ἄμοιρη μικρούλλα θέλει νὰ ὁρμηνέψῃ ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA