ἄχερο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄχερο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄχερο τό, ἄχυρο λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. 'Απουλ. ἄχιˬουρο ᾿Αθῆν. (παλαιότ.) Αἴγιν. Ἄνδρ. ᾿Απουλ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ. ᾿Οξύλιθ. Ὄρ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Μέγαρ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Γελίν. Κλουτσινοχ. Λακων. Λάστ. Μάν. Μεσσ. Τρίκκ. κ.ἀ.) - Λεξ. Μπριγκ. ἄχουρο Πελοπν. (Μεσσ.) ἄχουρε Τσακων. ἄχερο κοιν. καὶ ᾿Απουλ. (Κοριλ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (’Αραβάν.) ἄχιρουν Λυκ. (Λιβύσσ.) ἄχιρου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Καππ. (Μισθ.) ἄχιου Σαμοθρ. ἄχιˬορο Καππ. (Σινασσ.) ἄκερο Χίος (Πυργ.) ἄερον Κύπρ. ἄερο ᾿Αμοργ. Ρόδ. ἄσερο Μεγίστ. ἄυρο Καππ. (Φάρασ.) ἄσυρο Καππ. (᾽Ανακ.) ἄιˬουρο Κορσ. ἄχουρου Καλαβρ. (Καρδ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἄχερο, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἄχυρον.
Σημασιολογία
1) Ἄχυρον κοιν. καὶ ᾿Απουλ. (Κοριλ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Καρδ. Μπόβ.) Καππ. (᾽Ανακ. ᾽Αραβάν. Μισθ. Σινασσ. Φάρασ.) Τσακων.: Φρ. Τὸ κεφάλι του εἶναι γεμᾶτο ἄχερα (εἶναι ἀμβλύνους). Κρέας – τυρί - ψωμὶ σάν ἄχερο ἢ ἁπλῶς ἄχερο (ἄνοστον) σύνηθ. Λόγιˬα σὰν ἄχερα (ἀνόητα, ἀσήμαντα) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἄχερα ἔχει ἡ κούτρα του (εἶναι ἀμβλύνους) αὐτόθ. || Παροιμ φρ. Δὲν ξέρει νὰ μοιρὰσῃ δυˬὸ γαιˬδάρων ἄχερα (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀμβλύνου). Γυρεύει ψύλλους’ς τ’ ἄχερα (λεπτολογεῖ, πολυπραγμονεῖ). Τί, θαρεῖς πῶς τρώγω ἄχερα; (νομίζεις ὅτι δὲν ἐννοῶ;) Οἱ ἄλλοι δὲν τρών ἄχερα (δὲν τοὺς διαφεύγουν τὰ συμβαίνοντα) κοιν. Τ᾿ ἄχιˬουρα, τὰ πίτουρα (ἐπὶ ἀνθρώπων εὐτελῶν) Μάν. ᾿Απὸ ἄχιˬουρα ἀποπιˬάνεται (ἐπὶ τοῦ λίαν φιλαργύρου) Πελοπν. (Λακων.) || Παροιμ. Δίνει ἄχερα τοῦ σκύλλου, κόκκαλα τοῦ γομαριˬοῦ (ἐπὶ τοῦ κάμνοντός τι ἀντιστρόφως πρὸς τὸ ὀρθόν. Πβ. ἀρχ. Παροιμιογρ. 2,493 «κυνὶ δίδως ἄχυρα, ὄνῳ δ᾿ ὀστέα») πολλαχ. Αὐτὸς βάζ’ τὸ νερὸ καὶ τρέ’ κάτ’ ἀπ’ τ’ ἄχερα (ἐπὶ τοῦ ὑπούλως δρῶντος) Προπ. (Πάνορμ.): Οὑ κιρὸς π᾿λάει τ’ ἄχιρου (κατὰ τὰς περιστάσεις ἀποκτᾷ κάθε πρᾶγμα ἢ χάνει τὴν ἀξίαν του, συνών. Παροιμ. ὁ καιρὸς πουλάει τὰ ξύλα) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Τοῦ γαδάρου χάρι κάνεις; | μόνο τ᾿ ἄχερά σου χάνεις (ἐπὶ ἀχαρίστου) Κρήτ. || Γνωμ. Ὁ ἀδερφὸς τὴν ἀδερφὴ σακκὶ ἄχιˬουρο τὴν ἔχει Ἀρκαδ. ᾿Απὸ κακὸ χρεωφειλέτη καὶ ἕνα σακκὶ ἄχερα σύνηθ. Συνών. *ἀχέριν 1. β) Ὑπὸ τὸν τύπ. ἄχυρο μαῦρο, ἀγριοαρακᾶς 4, ὃ ἰδ. 2) Ὑπὸ τοὺς τύπ. ἄχερα τοῦ παππᾶ Ἤπ. Πελοπν. (Λάστ.) κ.ἀ. καὶ τοῦ κουμπάρου τ᾿ ἄχερα Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) ὁ γαλαξίας. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀχερίστρα 4. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἄχερα καὶ ὡς τοπων. Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA