γεροντάγρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντάγρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γεροντάγρα ἡ, ἀμάρτ. γεροdάγρα Κρήτ. (Ἀνατολ. Κίσ. Μόδ. κ.ἀ.) γεροτζάγρα Κρήτ. (Ἀποκόρ.) Γ. Παγκάλ., Λεξ. Κρητ. διαλ. 2,277

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άγρα.

Σημασιολογία

1) Ἡ γεροντικὴ καχεξία ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶdα ᾽εις, μωρέ, κ᾽ εἷσαι μαζωμένος; - Εἶdα ἄλλο θέλεις νά ᾽χω; γεροdάγρα! Κίς. Γεροdάγρα τὸν ἤπιˬασε Ἀνατολ. Ἔπιασέ dονε ἡ γεροτζάγρα Ἀποκόρ. β) Ἡ πρώιμος γεροντικὴ ἐμφάνισις εἰς νέα ἄτομα παρουζιασομένη λόγῳ ἀσθενειῶν ἢ κακῆς διατροφῆς ἔνθ᾽ ἀν.: Εὐτό τὸ παιδὶ ἀπού ᾽ταν ἐγεννήθηκε εἴναι ᾽τσά. Ἔει γεροdάγρα (ἔει = ἔχει) Κίσ. || Γνωμ. Τὸ φαΐ κάνει λουgρὶ κ᾽ ἡ πεῖνα γεροτζάγρα (λουgρὶ = παχὺς χοῖρος) Κίσ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/