ἀναπουπουλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπουπουλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναπουπουλίζω, ἀνιπουπ’λίζου Ἴμβρ. Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. *πουπουλίζω ἢ κατ᾽ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ οὐσ πούπουλο. Τὸ ἀνιπουπ’λίζου ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀνεπουπουλίζω.
Σημασιολογία
1) ᾿Αποκτῷ πτίλα, ἐπὶ τῶν ὀρνιθοειδῶν ἔνθ’ ἀν. : Ἡ π’λλάδα ἀνιπουπού’σι Σαμοθρ. 2) Ἀνακτῶ τὰς σω ματικάς μου δυνάμεις, ἀναρρωννύω, ἀναζωογονοῦμαι, ἐπὶ ἀνθρώπου Ἴμβρ. : Γιˬὰ πιθαμὸ ἦdαν κὶ γάληˬα γάληˬα ἀνιπουπού’σι Ἴμβρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναπιˬάνω 11. 3) ᾿Αναλαμβάνω οἰκονομικῶς Σαμοθρ. : Γῆdου φτουχὸς κι᾽ λίγου λίγου ἀνιπουπού'σι Ἴμβρ. Συνών. ἀναλαβαίνω 3, ἀναπιˬάνω ἀναπλῳρίζω Β1, πιˬάνομαι (ἰδ. πιάνω), προσκάνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA